Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιανουάριος, 2016

ΓΑΣΤΡΑ. ΕΝΑΣ ΦΟΡΗΤΟΣ ΦΟΥΡΝΟΣ.

Εικόνα
Η γάστρα ήταν ένα απαραίτητο σκεύος της υπαίθριας ζωής. Πολύ λίγες οικογένειες διέθεταν μόνιμους φούρνους στα ορεινά χωριά. Για να ψήσουν ψωμί ή φαγητό του φούρνου, έπρεπε να βρουν άλλο τρόπο. Η λύση ήταν ένας φορητός και γρήγορος φούρνος. Αυτό ήταν η γάστρα. Η γάστρα αποτελείτο από μια ημισφαιρική χονδρή λαμαρίνα, που στο πάνω μέρος είχε μια λαβή για να μπορούν να τη σηκώνουν με το «ξυθάλι». Χαμηλότερα από τη λαβή είχε ένα μεταλλικό στεφάνι για να κρατάει τις ζεστές στάχτες και τ' αναμμένα κάρβουνα. Στη «γωνιά», η οποία αποτελείτο από «σίμαλες» πλάκες για να κρατούν την θέρμανση, άναβαν δυνατή φωτιά από λεπτά ξύλα για να κάνουν γρήγορη και δυνατή φλόγα και να δημιουργούν κάρβουνα πολύ γρήγορα. Πάνω σε αυτήν τη φοβερή φωτιά τοποθετούσαν τη γάστρα, η οποία γινόταν κατακόκκινη από τη δυνατή φλόγα. Όταν η φωτιά κατέπαυε, οι νοικοκυρές καθάριζαν τη γωνιά, έβαζαν το στρογγυλό ταψί με το ψωμί ή το φαγητό, μετά τη γάστρα και ύστερα τα κάρβ

Ή περιγραφή τών κατοικιών καί τής ζωής στό χωριό.

Εικόνα
Γενικά Οικιστική μελέτη του χωριού & του συνοικισμού Το λαϊκό σπίτι, αν το σκεφτούμε μέσα στη συνοικιστική του ομάδα, αποτελεί το ιερό καταφύγιο, αλλά και το ορμητήριο του πρώτου κοινωνικού πυρήνα, που είναι η οικογένεια. Γι' αυτό συγκεντρώνει την ύψιστη προσοχή του δημιουργού (νοικοκύρη ή οικοδόμου, για τα τρία κυριότερα στοιχεία της οργανικής του οντότητας, το στέρεο και εξυπηρετικό χτίσιμο, την καλή γειτνίαση και την πρακτική ομορφιά. Η μελέτη λοιπόν της λαϊκής κατοικίας πρέπει να γίνεται στα πλαίσια του περιβάλλοντος και του συνόλου των άλλων σπιτιών. Υπάρχει "κοινωνία σπιτιών", όπως υπάρχει και η κοινωνία ανθρώπων. Ο μελετητής λαογράφος, πριν προχωρήσει στην περιγραφή των κατοικιών και της ζωής ενός χωριού, πρέπει να δώσει την συνολική μορφή και τα οικιστικά χαρακτηριστικά του χωριού, με την εξής σειρά: Επταχώρι Καστορίας 1. Οπτική (πανοραματική) μορφή του χωριού. Τα σχήματα συνήθως των συνοικισμ

Μπομπότα, το ψωμί των φτωχών …

Εικόνα
    Η μπομπότα ήταν το ψωμί των φτωχών, ήδη από το 1930 και κατά τη διάρκεια της κατοχής στην Ελλάδα, όταν το αλεύρι από σιτάρι δεν υπήρχε ενώ το αλεύρι καλαμποκιού ήταν άφθονο.    Έτσι, τα περισσότερα νοικοκυριά χρησιμοποιούσαν το καλαμποκάλευρο για να φτιάξουν ψωμί αλλά και πίτες και κάποια “γλυκά” της εποχής, για να καλύψουν τις διατροφικές τους ανάγκες.   Συνήθως, η μπομπότα ήταν το ψωμί ή η “πίτα” - ένας χυλός από ζεστό αλατισμένο νερό, καλαμποκάλευρο και ίσως λίγο λάδι ή αυγό εάν και όταν υπήρχε.   Η μπομπότα είναι καλαμποκόψωμο του ταψιού. Και την έφτιαχναν βέβαια στο χωριό  σε περιπτώσεις που δεν είχαν καθάριο να ζυμώσουν ψωμί.   Η ιστορία της ξεκινάει από τη Βοιωτία κάποιες περιοχές της Θεσσαλίας και την Ορεινή Ναυπακτία. Έχουμε δυο ειδών: την ανεβατή και τη λειψή.   Την ανεβατή τη ζύμωναν με κανονικό προζύμι στο σκαφίδι. Μόνο που το καλαμποκάλευρο το ζεμάτιζαν με αλατισμένο νερό. Το’ καναν κανονικό ζυμάρι και το έριχναν στα ταψιά.   Εκεί το

Τα παλιά πλινθόκτιστα σπίτια των χωριών μας

Εικόνα
 Του Δημήτρη Β. Καρέλη  Παλιά ερείπια ανάμνηση ενός χρόνου που πέρασε αλλά άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια του και στον τόπο μας… Στο έλεος του χρόνου και του καιρού... Σπίτια χτισμένα από έναν ιδιότυπο και αυτοσχέδιο πηλό, από λάσπη, χώμα, άχυρο και νερό που τοποθετούνταν σε πρόχειρα καλούπια αφού είχε ζυμωθεί με τα πόδια και τις γαλότσες και «ψηνόταν» από τον ήλιο… Ελάχιστα απʼ αυτά στέκουν σήμερα, μοναχικά και σιωπηλά στην άκρη, στις παρυφές των χωριών κι αποκαλύπτουν στο φως του ήλιου την ομορφιά τους, αλλά και τη θλίψη της εγκατάλειψης. Φέρνουν στο νου του επισκέπτη μνήμες μιας άλλης εποχής, της εποχής που οι λιγοστοί μάστορες έφτιαχναν λάσπη από κοκκινόχωμα, νερό και άχυρο για να φτιάξουν τις πλίθες ή πλιθιές ή πλιθιά. Δίπλα τους βρισκόταν όλο το χωριό για να βοηθήσει στην κατασκευή ενός σπιτιού. Κάποιοι κουβαλούσαν τις πλίθες άλλοι τις έκοβαν, άλλοι έφερναν το χώμα και άλλοι το νερό. Ο πατέρας μου, ο αείμνηστος κυρ-Βασίλης, κουβαλούσε με τον «Ψαρή» και το πράσι