Το
Χριστουγεννιάτικο δένδρο και μάλιστα ως μετεξέλιξη της αρχαίας
Ελληνικής «Ειρεσιώνης», όχι μόνο δεν απαγορευόταν στο Βυζάντιο αλλά
αντιθέτως κατά την εορτή των Χριστουγέννων «…κατά διαταγήν του επάρχου της (κάθε) πόλεως, ου μόνον καθαρισμός των οδών εγένετο, αλλά και στολισμός διαφόρων κατά διαστήματα στηνομένων στύλων με δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου και άνθη εποχής…» (Φαίδωνος
Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού
«Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 152).
Αξίζει
να σημειωθεί ότι ένα επίλεκτο Βασιλικό Καβαλλαρικό (Ιπποτικό) Τάγμα
της βυζαντινής ανακτορικής φρουράς το οποίο – μεταξύ άλλων - συμμετείχε
με τελετουργικό ρόλο σε επίσημες αυτοκρατορικές τελετές – μεταξύ των
οποίων και της τελετής των Χριστουγέννων - ήταν εκείνο της «Εταιρείας»,
το οποίο διαιρείτο σε «Μικρή», «Μεσαία» και «Μεγάλη Εταιρεία». Την «Μικρή Εταιρεία» την αποτελούσαν αλλόθρησκοι!!!... (π.χ. εθνικοί, ειδωλολάτρες, μουσουλμάνοι κλπ).Την «Μεσαία Εταιρεία» την αποτελούσαν αλλόδοξοι ή/και αλλοεθνείς Χριστιανοί (π.χ. Σκανδιναυοί, Γερμανοί, Ρώσοι, Άγγλοι κλπ).Την «Μεγάλη Εταιρεία» την αποτελούσαν «Ρωμαίοι», δηλ. Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Ρωμιοί).Πιο
πιθανό είναι επομένως να ήταν οι αλλοεθνείς/αλλογενείς Ιππότες της
Μεσαίας Εταιρείας εκείνοι που μεταλαμπάδευσαν το έθιμο της «Ειρεσιώνης»
(το οποίο μετεξελίχθηκε στους «Βυζαντινούς στηνόμενους στύλους με
δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου και ανθέων εποχής») στις αλλόδοξες
Χριστιανικές χώρες από τις οποίες κατάγονταν.
Πάντως
η ανάμνηση του βυζαντινού Χριστουγεννιάτικου στολισμού με στηνόμενους
στύλους με δενδρολίβανα επιβίωσε στα Πρωτοχρονιάτικα κάλανδα: «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά ψηλή μου ΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΙΑ…»
Δεν
γνωρίζω εάν π.χ. στις Σκανδιναυικές χώρες φύονται δενδρολίβανα, αλλά
τα κλαδιά του ελάτου που μοιάζουν πολύ με εκείνα του δενδρολίβανου θα
μπορούσαν ίσως να αποτελούν το πιο πρόσφορο υποκατάστατό του που
διαδόθηκε ευρέως στη Δύση και παρέμεινε μέχρι τις ημέρες μας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και η φάτνη η οποία τοποθετείται στην βάση του Χριστουγεννιάτικου δένδρου αποτελεί επίσης ελληνικό έθιμο από την εποχή του Βυζαντίου:
«Οι
Βυζαντινοί κατά την ημέραν των Χριστουγέννων…εσχημάτιζον σπήλαιον και
εν αυτώ ετοποθέτουν στρωμνήν εφ’ ής ετοποθέτουν παίδα, τον Ιησούν
παριστάνοντα…» (Φαίδωνος
Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού
«Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 151).
Ομοίως και τα κάλανδα:
«…Οι
Βυζαντινόπαιδες, περιερχόμενοι τας οικίας, από βαθείας πρωίας μέχρι
δείλης οψίας, μετά αυλών και συρίγγων έλεγον τα κάλανδα…»
(Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και
Ακαδημαϊκού «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 152).
Περί των καλανδιστών κατά τα Χριστούγεννα κατά τον ΙΒ΄ αι. μαρτυρεί και ο Ι. Τζέτζης γράφων:
«…Και
όσοι κατ’ αρχίμηνον την Ιανουαρίου και τη Χριστού γεννήσει δε και
Φώτων ημέρα, οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες μετά ωδών και
επωδών και λόγους εγκωμίων…».
Ομοίως ο Άη Βασίλης για τον οποίο ο καθηγητὴς τῆς λαογραφίας Δ. Λουκάτος, στὸ βιβλίο του «Χριστουγεννιάτικα καὶ τῶν γιορτῶν» γράφει μεταξύ άλλων ὅτι:
«…Ο
δικός μας Ἅγιος Βασίλης ἦταν ἕνας καθαρὰ
πρωτοχρονιάτικος Ἅγιος, κάτι ἀνάμεσα στὸν πραγματικὸ
Ἱεράρχη τῆς Καισαρείας καὶ σ' ἕνα πρόσωπο συμβολικὸ τοῦ
Ἑλληνισμοῦ, ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἑλληνικῆς Ἀσίας,
κι ἔφτανε τὴν ἴδια μέρα σ’ ὅλα τὰ πλάτη, ἀπὸ τὸν Πόντο ὡς τὴν
Ἑπτάνησο κι ἀπὸ τὴν Ήπειρο ὡς τὴν Κύπρο... Ἐκεῖνο ποὺ ἔφερνε
στοὺς ἀνθρώπους ἦταν περισσότερο συμβολικό: ἡ καλὴ τύχη κι
ἡ ἱερατικὴ εὐλογία του… Ο Άη Βασίλης στην δική μας
(Βυζαντινή) παράδοση, ήταν γελαστός, ντυμένος σαν βυζαντινὸς
πεζοπόρος, μὲ σκουφὶ …και στο χέρι του κρατούσε ένα ραβδί.. Τὸ
…μαγικὸ ραβδί του, ἀπ’ ὅπου μὲ θαυμαστὸν τρόπο βλάσταιναν ἢ
ζωντάνευαν κλαδιά καὶ πέρδικες, σύμβολα τῶν ἀντίστοιχων
δώρων, ποὺ θὰ μπορούσε νὰ μοιράσει στοὺς εὐνοουμένους του
(σ.σ. το ραβδί του Άη Βασίλη θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο άμεσος
πρόγονος του Χριστουγεννιάτικου στολισμένου δένδρου… )...Οἱ
ἄνθρωποι λὲς καὶ ζητοῦσαν τὴν εὐλογία του, μὲ τὸ νὰ μοιράζουν
ἀπὸ δικὴ τους πρόθεση δῶρα καὶ λεφτά…γονεῖς καὶ συγγενεῖς
ἔδιναν στὰ παιδιὰ τους μπουναμάδες ἢ καὶ μεταξύ τους τὰ δῶρα…».
Ο
Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου (σ.σ.
ήταν και παραμένει ένας …Πόντιος Πρωτοχρονιάτικος Άγιος!!!...) και
διετέλεσε Επίσκοπος Καισαρείας, ο οποίος ανέλαβε στη συνέχεια την
εξαρχία της Αρχιεπισκοπής του Πόντου, σπούδασε φιλοσοφία στην
Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα, ενώ υπήρξε μαθητής και
συνεχιστής των Ελλήνων φιλοσόφων Λιβανίου, Ιμερίου και Προαιρεσίου.
Μαθητής του τελευταίου υπήρξε και ο συνομήλικος του Μεγάλου Βασιλείου
Βυζαντινός Αυτοκράτωρ Ιουλιανός ο Παραβάτης.
Ο
Μέγας Βασίλειος όχι μόνον δεν απέρριπτε την μελέτη των αρχαίων Ελλήνων
συγγραφέων αλλά αντιθέτως προέτρεπε τη χρήση της, επειδή τη θεωρούσε
ως ένδυμα της Χριστιανικής θρησκευτικής Διδασκαλίας!!!...
Aγιος Βασίλειος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου