Παλιά παιδικά παιχνίδια
Ας μην μακρηγορώ, ο σκοπός του άρθρου ετούτου δεν είναι ηθικοπλαστικός. Αντίθετα έχει έναν στόχο καταγραφικό και –δεν το κρύβω- νοσταλγικό. Ας θυμηθούμε λοιπόν κάποια από τα παιχνίδια που μεγάλωσαν κάποιες γενιές, μαζί και την δικιά μου.
Καταρχήν υπήρχαν παιχνίδια όπου τα δύο φύλα διαφοροποιούνταν. Παιχνίδια για «κοπέλες» (κορίτσια) και παιχνίδια για «παιδιά» (αγόρια). Τα πιο γνωστά κοριτσίστικα παιχνίδια ήταν:
Τα Μήλα:
Σε αυτό το παιχνίδι, που παιζόταν με μια μπάλα, δύο παιδιά καθόντουσαν σε δύο άκρες και πετούσαν το ένα την μπάλα στο άλλο. Μια ομάδα άλλων παιδιών έστεκε ανάμεσά τους και προσπαθούσε να τσακώσει κάποια από τις μπαλιές. Κάθε παίκτης που έπιανε κάποια κέρδιζε ένα «μήλο». Αν θυμάμαι καλά στα 12 «μήλα» έβγαινε ο νικητής, αν και υπήρχαν πολλές παραλλαγές.
Δεν περνάς κυρά-Μαρία:
Αμιγώς κοριτσίστικο παιχνίδι, πανελληνίως γνωστό, όπου ένα κορίτσι έκανε την «κυρά-Μαρία» που ήθελε να πάει στον κήπο να διαλέξει βιολέτες για τον καλό της, αλλά μια αλυσίδα κοριτσιών την εμπόδιζε και την άφηνε συνήθως να περάσει με αντάλλαγμα κάποιο μυστικό ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο…
-Πούν’ το πούν’ το το δαχτυλίδι;
Τα κορίτσια έκαναν κύκλο και χρησιμοποιούσαν ένα δαχτυλιδάκι ή συνηθέστερα (ελλείψει μπριγιάν) ένα χαλικάκι. Ένα κορίτσι το έκρυβε μέσα στις παλάμες του και ομοίως έκλειναν σφιχτά τις παλάμες τους τα υπόλοιπα, τοποθετημένα σε κύκλο. Η κάτοχος του «δαχτυλιδιού» έλεγε το γνωστό τραγούδι και περνούσε από χέρι σε χέρι, μέχρι που το άφηνε κάπου κρυφά και οι υπόλοιπες έπρεπε να μαντέψουν σε ποια χεράκια είχε καταλήξει. Οι γυναίκες –παιδιόθεν- τα δαχτυλίδια είχαν στο μυαλό τους, κάτι που ασφαλώς απωθούσε συνειδητά ή υποσυνείδητα τα αγόρια.
-
Κέντημα
Κλασική θηλυκή ενασχόληση, με τις ευλογίες των γονέων, η οποία μερικές φορές έχανε το νόημα του παιχνιδιού και γινόταν καταναγκασμός, αφού έδειχνε την νοικοκυροσύνη υποτίθεται. Δεν παίρνω όρκο για τα άλλα αγόρια της ηλικίας μου, αλλά εγώ δεν ήμουν ικανός να περάσω ούτε την κλωστή στον κώλο του βελονιού. Πάντως μερικά κορίτσια κεντούσαν θαύματα, πρέπει να το ομολογήσω.
-Κλωστές
Σχετικό ήταν και ένα παιχνίδι με τις κλωστές που τις έπλεκαν ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών τους με έναν πολύπλοκο και συμμετρικό τρόπο και που με μερικές επιδέξιες κινήσεις των δακτύλων άλλαζαν τους σχηματισμούς τους. Ποτέ δεν κατάλαβα αυτήν την ταχυδακτυλουργική δεξιοτεχνία και την μόνη φορά που προσπάθησα να μιμηθώ κάτι ανάλογο, πριν περάσουν δύο λεπτά είχα φτιάξει ένα αξεδιάλυτο κουβάρι.
-Σχοινάκι
Πολύ κλασικό παιχνίδι που διασκέδαζε τρομερά το ασθενές φύλο. Τις θυμάμαι να χοροπηδούν μανιωδώς και με τις ώρες ενώ το σχοινάκι γυρνούσε ξέφρενα γύρω τους. Δεν κάπνιζαν τότε, γι’ αυτό. Πολλές φορές το σχοινάκι το κρατούσαν δύο κορίτσια και στη μέση χοροπηδούσαν πολλά άλλα. Σπάνια κάποιο αγόρι κατάφερνε να αντέξει μερικούς γύρους πριν μπουρδουκλωθεί με το σχοινί. Και φυσικά, ό,τι δεν καταφέρναμε εμείς τα αγόρια, το μόνο που μας απέμενε ήταν να το κοροϊδεύουμε.
-Λεύκωμα
Άλλη αγαπημένη ασχολία των κοριτσιών. Το καθένα είχε ένα μεγάλο τετράδιο (ήταν ο «κτήτωρ» του) στο οποίο έθετε βασανιστικά ερωτήματα για την ζωή και τον έρωτα, όπως «Ποια είναι η καλύτερη φίλη σου;», «Πότε ερωτεύτηκες για πρώτη φορά;» και «Τι προτιμάς; Την Μανίνα ή την Κατερίνα (περιοδικά για κορίτσια)». Τα λευκώματα άλλαζαν χέρια και έτσι όλες μάθαιναν τα μυστικά των άλλων. Όχι πως δεν τα ήξεραν δηλαδή…
-Ντάνα
Το παιχνίδι αυτό είναι πασίγνωστο, αλλά δεν ξέρω πώς το ονομάζουν σε άλλες περιοχές, νομίζω «πετούγια». Στην πράξη φτιαχνόταν ένα πλαίσιο στο τσιμέντο με κιμωλία ή πιο συχνά με κεραμίδι. Το πλαίσιο αυτό είχε αριθμημένα κουτάκια. Η ντάνα ήταν ένα καλά λειασμένο κομμάτι κεραμίδι, ώστε να γλιστράει ικανοποιητικά, αλλά όχι υπερβολικά. Έριχναν το κεραμίδι από τετράγωνο σε τετράγωνο με την σειρά και αν η ντάνα σταματούσε εκεί που έπρεπε μετά πήγαιναν να την μαζέψουν με κουτσό και να επιστρέψουν. Όποιος δεν τα κατάφερνε έχανε την σειρά του. Νικητής ήταν αυτός που θα τελείωνε τα όλα τα τετράγωνα στη σειρά με επιτυχία. Θυμάμαι όμως ότι συμμετείχαν και τα αγόρια ενίοτε.
Εκτός από τα παραπάνω τα κορίτσια έπαιζαν και άλλα βαρετά (!) παιχνίδια, αλλά δυστυχώς δεν τα θυμάμαι καλά. Ίσως κάποια παλιά μου συμμαθήτρια να φρεσκάρει τη μνήμη μου. Υπήρχαν ωστόσο και unisex παιχνίδια. Να μερικά:
-Το Κορόιδο:
Ήταν μια παραλλαγή των «Μήλων» όπου ένα μόνο παιδί ήταν το θύμα και τα υπόλοιπα έστεκαν γύρω- τριγύρω να πετούν την μπάλα το ένα στο άλλο για να μην την πιάσει το «Κορόιδο». Όταν όμως το τελευταίο τα κατάφερνε, τότε όποιος την είχε ρίξει έπαιρνε την θέση του στο κέντρο του κύκλου. Θεία δίκη.
-Κρυφτό:
Κλασικό κι αυτό, με αγόρια και κορίτσια. Αυτός που τα «φύλαγε» έπρεπε να κλείσει τα μάτια του και να μετρήσει μέχρι κάποιον αστρονομικό αριθμό μέχρι οι άλλοι να κρυφτούν. Μετά προσπαθούσε να τους ανακαλύψει (να τους «φτύσει»), χωρίς ωστόσο να απομακρυνθεί και πολύ (χωρίς δηλαδή να κάνει μεγάλα «αμπελάκια») από την «εστία» του, γιατί τότε μπορούσε να τον προλάβει κάποιος και να πει το περιλάλητο «φτού ξελευτερία για όλους», ελευθερώνοντας τους δεσμώτες του παιδικού Γκουαντάναμο.
-Κότσι ή Σγρουμπάτσι:
Αυτό δεν ήταν παρά ένα κόκαλο από την άρθρωση ζώου, με τέσσερις χαρακτηριστικές πλευρές. Το έριχνες και ανάλογα με το ποια πλευρά έμενε όρθια αναλάμβανες και τον αντίστοιχο ρόλο: «Βασιλιάς» (που παρέμενε μέχρι κάποιος άλλος να φέρει το ίδιο και που έδινε τις εντολές των τιμωριών), «Σγρουμπάτσι» (αυτός που έδερνε ή τελοσπάντων εκτελούσε τις τιμωρίες), «Λίμπα» (ούτε κρύο, ούτε ζέστη, ουδέτερη ριξιά) και «Γάιδαρος» (δηλαδή ο υφιστάμενος τις τιμωρίες, εν ολίγοις ο λαός). Διδακτικό παιχνίδι, γιατί το κότσι ήταν έτσι φτιαγμένο που 7-8 φορές στις 10 ερχόταν «Γάιδαρος». Άπονη ζωή!
-Τύχες:
Αυτά ήταν μικρά χαρτάκια που αγοράζαμε μετά μανίας και που μέσα έγραφαν το «δώρο» ή είχαν έναν αριθμό που αντιστοιχούσε σε ένα δώρο. Τα «δώρα» αυτά ήταν ευτελή, πχ μια τσίχλα, ένα πλαστικό μπρελόκ, ένα «μπαρμπακάκι» (ανθρωπάκι) κτλ. Το κόλπο ήταν ότι σε κάθε σετ «τυχών» υπήρχαν ένα- δυο δώρα κράχτες (πχ μια δερμάτινη μπάλα ή ένα ποδήλατο) που φλόγιζε το πάθος και την φαντασία των μικρών τζογαδόρων. Και όπως συμβαίνει πάντα με τον τζόγο, οι «Τύχες» είχαν ανατινάξει πολλάκις τους παιδικούς προϋπολογισμούς και είχαν εξανεμίσει χαρτζιλίκια ων ουκ έστι αριθμός.
-Άλμπουμ:
Συναφές με το προηγούμενο, αφού αγοράζαμε φάκελα με αυτοκόλλητα για να συμπληρώσουμε ένα άλμπουμ (με ζώα, με ποδοσφαιριστές κτλ) ώστε να κερδίσουμε πάλι ένα φαντασμαγορικό δώρο. Στην πράξη ποτέ κανείς δεν το κατάφερε, αφού πάντα ήταν δυσεύρετες μια-δυο εικόνες. Μαθαίναμε όμως την διαδικασία της επωφελούς ανταλλαγής καθώς και της αξίας ενός σπάνιου είδους σε σχέση με ένα κοινό και σύνηθες. Φοβάμαι ότι πολλοί δεν εφάρμοσαν το πολύτιμο αυτό μάθημα στις κατοπινές συναλλαγές τους με χρηματιστηριακά προϊόντα.
-Έντομα:
Αυτή δεν ήταν ονομασία παιχνιδιού, νοούνται τα κανονικά έντομα, αυτά που συλλέγαμε κυρίως την Άνοιξη και το Καλοκαίρι. Τα πιο χαρακτηριστικά ήταν οι «παπαδίτσες» (πασχαλίτσες) οι οποίες όμως δεν μπορούσαν να παραμείνουν ως κατοικίδια για παραπάνω από μερικές ώρες, αφού από ένα σημείο και μετά βρωμούσαν ανυπόφορα. Φυσικά και οι πεταλούδες, κυρίως κάτι μεγάλες κιτρινόμαυρες που τις λέγαμε «λαμπριάτικες». Τις κυνηγούσαμε ανελέητα και όποιος έβλεπε πρώτος μία έπρεπε να το δηλώσει εγκαίρως («Την έχω βλαστημημένη!») για να κατοχυρώσει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Τα έντομα αυτά προσπαθούσαμε να τα ταΐσουμε με ζάχαρη (!) μέσα σε ένα κουτάκι. Τόσο μας έκοβε. Την επόμενη μέρα βέβαια τα βρίσκαμε «τούμπανο» και δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε αν πέθαναν από ανία ή από το υπερβολικό «φαί». Άλλο είδος βασανισμένου εντόμου ήταν οι τζίτζικες (τζιτζίκια), τα οποία πιάναμε με μαεστρία πάνω στα δέντρα και μετά τους επιβάλαμε διάφορα ντροπιαστικά φορτία, όπως ένα κλαδάκι στο πίσω μέρος του σώματός τους που τα έκανε να πετάνε με αστείο τρόπο. Ακόμα πιο δύσμοιροι ήταν οι «χρυσομπούρμπουλοι» (σκαθάρια), στα οποία περνούσαμε μια κλωστή μεταξύ κεφαλιού και κορμού και τους αφήναμε να πετάνε «ελεύθεροι» με αποτέλεσμα μερικές φορές να καρατομούνται. Το ξέρω, υπήρξαμε απέναντι στα κολεόπτερα και υμενόπτερα ασύγγνωστα αποτρόπαιοι και αδίστακτοι.
Τα παρακάτω παιχνίδια είχαν πιο «ρωμαλέο» χαρακτήρα και υποθέτω ότι ήταν σχεδόν αποκλειστικά για αγόρια, αν και πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις στον κόσμο των παιδιών.
-Πλάκες:
Άλλη μια βάρβαρη αγορίστικη ενασχόληση, συνεπής με το προαιώνιο ένστικτο του κυνηγού. Στήνονταν στο χώμα ίσιες πέτρες (πλάκες) και λοξά σ’ αυτές (υπό γωνία) μεγαλύτερες πλάκες οι οποίες στηρίζονταν σε ένα εύθραυστο ξυλαράκι. Το δόλωμα (σκουλήκι κτλ) για τα πουλιά ήταν ελκυστικό, αλλά μόλις κουνούσαν έστω και ελάχιστα το ξυλαράκι, μαύρη πλάκα που τα πλάκωσε. Βέβαια απαιτούσε τέχνη η δουλειά αφού, αν η πλάκα ήταν μικρή ή άφηνε διάκενα δεν αρκούσε για να σκοτώσει το πουλί, ενώ αν ήταν μεγάλη και βαριά αυτό ανασυρόταν «λιάπα» (το έλιωνε). Θα έλεγα και για τις σφεντόνες και τα αεροβόλα, αλλά σταματώ εδώ για να μην παρέμβουν οι φιλοζωικές εταιρίες.
-Μπάλα:
Νοείται το ποδόσφαιρο ή τελοσπάντων κάποιες μορφές του. Βέβαια, το να βρεις μια αξιοπρεπή μπάλα εκείνη την εποχή ήταν μάλλον δύσκολο. Παλιότερα έφτιαχναν αυτοσχέδιες από κουρέλια. Στην γενιά μου μαζεύαμε όλοι τα χρήματα από τα κάλαντα και τις αγοράζαμε ρεφενέ ή τις αποκτούσε κάποιος τυχερός που είχε πατέρα ναυτικό. Κάπως έτσι μάθαμε για την κοινοκτημοσύνη. Όταν έσκαγε η «φούσκα» τους τις μπαλώναμε με «κολλήματα» όπως αυτά των σαμπρελών. Όποιος την έχανε (πχ την έριχνε σε καμιά σκεπή ή στις μπαρμπαροσκιές) όφειλε με κίνδυνο της ζωής του να πάει να την μαζέψει. Μυθικές ήταν οι αναμετρήσεις ανάμεσα στα χωριά αλλά και ανάμεσα τις γειτονιές (πχ Αλώνια vs Ράχης στο Κατωμέρι). Εναλλακτικά υπήρχε το μπακότερμα και άλλα είδη με έναν μόνο κοινό τερματοφύλακα και φυσικά το 5Χ5 της εποχής, δηλαδή τα «παγκάκια» (=της πλατείας που έπαιζαν τον ρόλο μίνι τερμάτων).
-Το Κομάν:
Πολεμικό παιχνίδι, επέκταση του κρυφτού. Δύο ομάδες «πολεμιστών» κρύβονταν όπου μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους και συνάμα προσπαθούσαν να ανακαλύψουν η μία την άλλη και να πουν πρώτοι «Κομάν» στους αντιπάλους. Όποιος το έλεγε αργότερα αιχμαλωτιζόταν. Ουαί τοις ηττημένοις! Για να γίνεται πιο αληθοφανές φτιάχναμε δήθεν αυτόματα όπλα από σανίδες, γι’ αυτό και οι οικοδομές έκρυβαν πάντα θησαυρούς για τα αγόρια. Τώρα, μη με ρωτήσετε τι σημαίνει «Κομάν», υποθέτω ότι προέρχεται από το αγγλικό «Come on!», αλλά στα αυτιά μας ηχούσε πολύ απειλητικό.
-Μπουρνέλες:
Πολεμική χροιά είχαν και οι «μπουρνέλες», δηλαδή τα άγουρα κορόμηλα. Σας έχει πάρει τέτοιο στο κεφάλι με «σβίδο» (ορμή); Αν ναι, ξέρετε για τι μιλάω. Συνήθως έρχονταν στη μόδα εκεί του Αγίου Κωνσταντίνου με τα κλαρίνα με θύματα μικρούς και μεγάλους.
-Φυσοκάλαμα:
Πιο τεχνική εκδοχή της μάχης εξ αποστάσεως αποτελούσαν τα φυσοκάλαμα. Ήταν πλαστικοί λεπτοί σωλήνες που υποδέχονταν χάρτινα κωνικά βελάκια και με την δύναμη του φυσήματος τα εκτόξευαν. Είναι απίστευτο το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ένα τέτοιο βελάκι αν είναι λεπτό, ελαφρύ και αεροδυναμικό (πάνω από 30-40 μέτρα!). Είναι επίσης απίστευτο το πόσο εύκολο ήταν να σου βγάλουν κανένα μάτι. Ήθελε ασφαλώς και το βελάκι την τέχνη του, γιατί τα χαρτάκια τα στρίβαμε και τα κολλάγαμε με το σάλιο. Ανεπαρκές σάλιο μπορούσε να το κάνει ν’ ανοίξει μέσα στον σωλήνα και να «τσουφλώσει». Μερικοί, θυμάμαι, έβαζαν και σκόπευτρο στα φυσοκάλαμα. Δεν βοηθούσε πουθενά, αλλά όσο να’ ναι, προσέθετε πρεστίζ.
-Μακριά γαϊδούρα:
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη περιγραφή, είναι πασίγνωστο. Μια ομάδα παιδιών που στέκονται στην σειρά σκυμμένα προς τα μπρος και μια άλλη που προσπαθεί να πηδήξει στις πλάτες τους για να τους κάνει να σπάσουν την αλυσίδα κάτω από το βάρος. Πολλές από τις σημερινές οστεοαρθρίτιδες έχουν τη ρίζα τους σ’ αυτό το κατ’ εξοχήν ευγενές παιχνίδι με το κατ’ εξοχήν ευγενές όνομα.
-Βώλοι:
Μιλάμε για τις μικρές, πολύχρωμες, γυάλινες σφαίρες τις οποίες συλλέγαμε και με τις οποίες παίζαμε διάφορα παιχνίδια. Το πιο συχνό ήταν ποιος θα χτυπήσει τον βώλο του άλλου με τον δικό του για να τον κερδίσει. Οι παίκτες έπαιζαν εναλλάξ και έσπρωχναν τους βώλους με τα δάχτυλα, χωρίς να τους σηκώσουν ή να τους μετακινήσουν. Το τι σήμαινε αυτό όταν έπεφταν σε λακκούβα ή σε λόμπα με νερό, αδυνατώ να το περιγράψω. Βέβαια όποιος έπαιζε με μεγαλύτερο βώλο είχε περισσότερες πιθανότητες, αλλά ρισκάριζε να χάσει και πιο σημαντικό όπλο. Οι πολύ μεγάλοι βώλοι, οι «τσούκοι» φυλάσσονταν ως κόρην οφθαλμού. Η απώλειά τους αποτελούσε ατίμωση.
-Ποδήλατα:
Μεγάλη πολυτέλεια. Κι εδώ λίγοι οι τυχεροί . Τότε τα προσέχαμε πιο πολύ απ’ όσο τα αυτοκίνητά μας σήμερα. Εντυπωσιακά ήταν αυτά που είχαν «κόντρα», αφού σου επέτρεπαν να κάνεις εντυπωσιακές «ξύστρες». Οι ορθοπεταλιές και οι σούζες σε ημερήσια διάταξη. Πολλές φορές στερεώναμε κομμάτια χαρτόνι ή τραπουλόχαρτα με ένα μανταλάκι στις αντένες και ακουγόταν ένας χαρακτηριστικός ήχος λες και περνούσε βάρκα με μηχανή «Μαλκότση». Καμάρι εμείς για την αναβάθμιση!
-Δραγκαμίνα:
Φοβερό παιχνίδι! Φτιαχνόταν από μια στεφάνη ποδηλάτου από την οποία είχαν αφαιρεθεί οι αντένες και από ένα σιδερένιο μπαστούνι λυγισμένο στο ένα του άκρο σαν γάντζος. Με το μπαστούνι αυτό και με περισσή τεχνική ο παίχτης μπορούσε να κρατάει τη στεφάνη σε διαρκή κίνηση και σε ισορροπία και να συναγωνίζεται σε ταχύτητα τους άλλους. Όπως καταλαβαίνετε, από τα παλιά ποδήλατα δεν πήγαινε τίποτα χαμένο.
-Τσιγκάκι και γκλόρια:
Τα «γκλόρια» (καπάκια από μπουκάλια) συνιστούσαν από μόνα τους συλλεκτικό είδος. Με καμάρι επιδείκνυε ο κάτοχος σπάνιου γκλορίου το εύρημά του. Τα πιο κοινά, πχ από τις μπύρες FIX, τα χτυπούσαμε με «αγούλια» (στρογγυλές πέτρες) και τα κάναμε επίπεδα. Με αυτά παίζαμε το «Τσιγκάκι». Εκεί νικητής ήταν όποιος έφτανε με διαδοχικά σπρωξίματα το γκλόριό του σε ένα προκαθορισμένο τέρμα. Το «γήπεδο» ήταν συνήθως ένα ασβεστωμένο πεζούλι, με όριο την άκρη του ασβέστη. Όποιος έπεφτε από κάτω, ξανά- μανά στην εκκίνηση. Ας πρόσεχε.
-Πιπερόνι:
Δεν ήταν ακριβώς παιχνίδι, μάλλον ήταν μια δυσάρεστη πλάκα. Τα «πιπερόνια» είναι κάτι μικροί κόκκινοι καρποί ενός είδους capsicum και περιέχουν μια ουσία που λέγεται καψικίνη, όνομα και πράμα! Αν σου έτριβαν τέτοια στα χείλια ή στη γλώσσα έβγαζες φωτιές σαν δράκος και έπαιρνες τα όρη τ’ άγρια βουνά. Ούτε νερό σε έσωζε, ούτε τίποτα. Συνήθως τα χρησιμοποιούσαν τα μεγαλύτερα παιδιά στα μικρότερα. Άλλες φορές η εντριβή γινόταν δια της βίας κι άλλοτε με πονηριά (πχ πασαλειμμένα στο χείλος ενός ποτηριού). Δε θέλω να θυμηθώ περισσότερα.
-Η Φωτιά:
Η «Φωτιά» θαρρώ ότι συμπίπτει με την πανελλήνια γνωστή αμπάριζα. Την άφησα για το τέλος μιας κι ήταν το αγαπημένο μου παιχνίδι, αφού συνδύαζε δράση στρατηγική και τακτική. Δύο ομάδες προσπαθούσαν να αιχμαλωτίσουν η μία την άλλη και ταυτόχρονα να προστατέψουν από την κατάληψη την «φωτιά» τους, το ρόλο της οποίας έπαιζε μια μεγάλη πέτρα ή ένας σωρός. Όσο ήσουν στην «φωτιά», υποτίθεται ότι έπαιρνες «δύναμη». Όποιος είχε την πιο πρόσφατη τέτοια επαφή με την «φωτιά» του, άρα και ισχύ, μπορούσε να κυνηγήσει και να συλλάβει έναν αντίπαλο αρκεί να τον άγγιζε. Οι αιχμάλωτοι έκαναν μια αλυσίδα στο εχθρικό στρατόπεδο, εκλιπαρώντας να τους ακουμπήσει κάποιος δικός τους για να τους απελευθερώσει. Όμως αυτό ήταν δύσκολο αφού φυλούσαν οι εχθροί κοντά στις φωτιές τους, ενώ οι επίδοξοι απελευθερωτές θα έπρεπε να απομακρυνθούν από τις δικές τους. Η ζώνη, η νοητή γραμμή πίσω από τις «φωτιές» ήταν ουδέτερη (όποιος την πέρναγε δεν μπορούσε να συλλάβει ή να συλληφθεί), κάνοντας τα πράγματα πιο περίπλοκα στη φύλαξη των αιχμαλώτων. Θυμάμαι ότι πολλές φορές παίζαμε για πολλές- πολλές ώρες χωρίς νικητή. Σε πρώτη ευκαιρία θα ξαναπαίξω, το δηλώνω.
Οπωσδήποτε, υπήρχαν κι άλλα παιχνίδια που γέμιζαν τον ελεύθερο χρόνο μας, όμως η μνήμη μου δε με βοηθάει για την ώρα. Όποιος θυμάται άλλα χαρακτηριστικά παιχνίδια εκείνης της εποχής και τους κανόνες τους, ας το γράψει να συγκινηθούμε όλοι μαζί. Έγινε ελπίζω φανερό ότι παρά την έλλειψη τεχνολογικών βοηθημάτων, είχαμε στη διάθεσή μας μια πληθώρα διασκεδαστικών, αλλά και παιδευτικών επιλογών σε ένα φιλικό κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον, κάτι που σήμερα τείνει να εκλείψει. Κι αφού μεγαλώσαμε και εγκαταλείψαμε τα παιχνίδια, ας σώσουμε τουλάχιστον τις γλυκές μνήμες τους.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου