Μάχες στη Φθιώτιδα κατά το πρώτο έτος της Ελληνικής επανάστασης (Απρίλιος-Αύγουστος 1821 μάχη Θερμοπυλών, Γραβιάς, Βασιλικών.)
" Δεκτής της προτάσεως ταύτης του Δυοβουνιώτου γενομένης, καταλαβόντες τα Βασιλικά περιέμενον τον εχθρόν, όστις εκκινήσας εκ Λαμίας είχε στρατοπεδεύση την νύκτα της 25 Αυγούστου παρά το χωρίον Μώλον απέχον δύω ώρας των Βασιλικών."
Στο βιβλίο του ΓεωργίουΠ. Κρέμου (Εικ.1) «Νεωτάτη Γενική Ιστορία ως τέταρτος τόμος
συμπληρωματικός της Γενικής Ιστορίας του Α.Πολυζωΐδου, Εν Αθήναις 1890»,
παρουσιάζεται λεπτομερής εξιστόρηση των επαναστατικών γεγονότων, που συνέβησαν
στη Φθιώτιδα το πρώτο έτος της Επανάστασης του 1821. Το κείμενο εμπλουτίζει τα
γνωστά ιστορικά γεγονότα με πληροφορίες και άγνωστες λεπτομέρειες. Ιδιαίτερη αξία
αποκτούν οι παρατιθέμενες μαρτυρίες αγωνιστών που συμμετείχαν στις μάχες.
Ακολουθεί το απόσπασμα του βιβλίου:
«§ 1701. Κήρυξις
της επαναστάσεως εν τη εκτός του Ισθμού Ελλάδι, μάχη Θερμοπυλών, Γραβιάς,
Βασιλικών. Και εν τη εκτός του Ισθμού Ελλάδι τα πνεύματα ήσαν ητοιμασμένα
προς την επανάστασιν. Ο Αθανάσιος Διάκος αρματωλός Λεβαδείας και οι προύχοντες
αυτής, ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης, Πανουργιάς και οι προύχοντες Αμφίσσης συγχρόνως
σχεδόν ύψωσαν την σημαίαν της επαναστάσεως, εκείνοι μεν εν Λεβαδεία, ούτοι δ’
εν Αμφίσση και εκυρίευσαν εκάτεροι των φρουρίων εκατέρας αυτών. Μετά δε την
πτώσιν του φρουρίου της Αμφίσσης ο μεν Ιωάννης Γκούρας παρέμεινεν εν Αμφίσση, ο
δε Κομνάς Τράκας μετέβη μετά 200 ανδρών εις την πολιορκίαν της Μενδενίτζης ή
Βοδωνίτσης προς επικουρίαν των πολιορκητών αυτής Ιωάννου Δυοβουνιώτου και
Αθανασίου Διάκου. Καταλιπόντες δ’ ο Διάκος και Δυοβουνιώτης σώμα προς
πολιορκίαν της Μενδενίτζης επορεύοντο την εις Λαμίαν άγουσαν και αφικόμενοι εις
την επί του Σπερχειού γέφυραν της Αλαμάνας τον μεν Κομνάν Τράκαν έπεμψαν ίνα
πείραν λάβη των εν Λαμία δυνάμεων, αυτοί δ’ εστρατοπεδεύσαντο εν Κομποτάδες,
όπου αφίκοντο και οι περί τον Πανουργιάν. Προελάσας δ’ ο Τράκας τη 14 Απριλίου
1821 μέχρι των τέταρτον απεχόντων της Λαμίας τουρκικών «Καλυβίων Κόγκα» και
προσβληθείς εκεί υπό πολλών ιππέων τε και πεζών υπεχώρησε και στραφείς προς
δυσμάς κατέλαβε την εκκλησίαν του χωρίου Μπεκί τέταρτον περίπου ώρας των
Καλυβίων απέχοντος και ημίσειαν της Λαμίας, ένθα πολιορκηθείς αντεμάχετο
γενναίως.
Οι δ’ εν Κομποτάδες, όπως λύσωσι την πολιορκίαν των εν
Μπεκί κεκλεισμένων, εμηχανίσαντο τάδε: συλλέξνατες ίππους, ημιόνους και όνους
χωρικών διέταξαν στρατιώτας πεζούς, ίνα ιππεύσαντες τραπώσι προς Σπερχειόν και
διαβάντες αυτόν λάβωσι την εις Λαμίαν άγουσαν. Τούτου δε γενομένου, οι Τούρκοι
υπολαβόντες ότι ούτοι όντωςήσαν ιππικόν σπεύδον εις την Λαμίαν ούσαν αφρούρητον
έλυσαν περί την μεσημβρίαν την πολιορκίαν˙ οι δε περί τον Τράκαν εξήλθον
αβλαβείς φονεύσαντες τινας Τούρκους˙ αυτός δ’ ο αρχηγός Τράκας ιδία χειρί
εφόνευσε τον πρώην αυτού υπηρέτην Βελήν προσελθόντα εγγύς των τοίχων της
εκκλησίας και απειλητικώς κραυγάζοντα: «Αφέντη Κομνά Τράκα, σήμερον θα σε πιάσω
ζωντανόν. Οι δε Έλληνες εκραύγαζον:
«Βελή και σείς οι άλλοι Τούρκοι, από τώρα και εις το εξής Τούρκοι και Γραικοί
θα χωρισθώμεν διά πάντα και ή θα σας φάμε
όλους ή θα μας φάτε, άπιστοι».
Εν τούτω δ’ ηγγέλλετο ότι ο Ομέρ Βρυώνης και ο Κιοσέ
Μεχμέτ πασσάς εισήλαυνον μετά πολλού στρατού, η δε προπορεία αφίκετο ήδη επί
της Όθρυος υπό τον Τελεχάμπεην. Πεμφθείς ο Κομνάς Τράκας ως πρόσκοπος άτε
γινώσκων τον τόπον, άγων περί τους 250 ενέτυχε τω Τελεχάμπεη εστρατοπεδευμένω
εν τω ου πόρρω της Θαυμακού επί της κορυφής της Όθρυος κειμένω χωρίω Δερβέν
Φούρκα. Οι Έλληνες συνεπλάκησαν τοις Τούρκοις (16 Απριλίου 1821) και τινας
εφόνευσαν των εχθρών, εν οις και τον σημαιοφόρον του Τελεχάμπεη˙ ο δε τόπος, εν
ώ εφονεύθη, μέχρι του νυν καλείται «του Μπαϊρακτάρη». Εκ δε των περί τον Κομνάν
εφονεύθησαν 17 και ο σημαιοφόρος αυτού και επληγώθησαν τινες, εν οις και ο εξ
Αγόριανης Λουκάς Κοφίνης. Και οι μεν Έλληνες ήρξαντο πολιορκούντες τους
Τούρκους, ούτοι δ’ ωχυρούντο εν τω ναώ του αγίου Νικολάου. Αλλά τη αυτή ημέρα περί
την δείλην επελθόντες ο Ομέρ Βρυώνης και ο Κιοσέ Μεχμέτ έλυσαν την πολιορκίαν˙
οι δε περί τον Τράκαν ανεχώρησαν εις Κομποτάδες.
Τη δε 18 ο Διάκος μετά των υπαρχηγών αυτού Δημητρίου
Καλύβα και Βακογιάννη, ο Πανουργιάς, Δυοβουνιώτης, Κομνάς Τράκας και άλλοι περί
τας δύο χιλιάδας παρακάμψαντες το περί την Υπάτην κείμενον Κονιαροχώρι
Βογομύλων ήρξαντο της πολιορκίας της Υπάτης, ης μετέσχεν επί τέλους και ο
αμφιταλαντευόμενος Μήτσος Κοντογιάννης και ο εκ Δωρίδος Σιαφάκας.
Αλλά και ταύτην την πολιορκίαν έλυσαν εν τη νυκτί της
18, διότι ο Ομέρ Βρυώνης και ο Κιοσέ Μεχμέτ στρατοπεδεύσαντες εν Λιανοκλάδι
ηπείλουν τους Έλληνας εκ των νώτων˙ κατέλιπον δ’ εξ νεκρούς˙ επληγώθη δε και ο
Ρούκης όστις μετεκομίσθη εις την μονήν Δαμάστας «Παναγίαν» κειμένην επί της
βορείας κλιτύος του Καλλιδρόμου. Και οι μεν άλλοι Έλληνες πάντες ανεχώρησαν
αύθις εις Κομποτάδες, ο δε Κοντογιάννης και Σιαφάκας εις την οικείαν.
Τη δε 20 Απριλίου ο Διάκος, Πανουργιάς, Δυοβουνιώτης
και Τράκας υπεχώρησαν εις Κομποτάδες, εις Χαλκωμάταν και εκεί απεφάσισαν να
καταλάβωσι τας οδούς απάσας εις Βοιωτίαν, Φωκίδα και Δωρίδα, ίνα διακόψωσι την
περαιτέρω πορείαν του εχθρού.
Το επίμηκες πεδίον της καθ’ Όμηρον εριβώλακος Φθίης
διαρρέων κατά μήκος εκ δυσμών προς ανατολάς ο εκ του Τυμφρηστού πηγάζων
Σπερχειός ποταμός έχων προς νότον μέν την Οίτην, προς δ’ άρκτον την Όθρυν
εκβάλλει εις τον Μαλιακόν κόλπον παρά τας Θερμοπύλας. Και εν θέρει μεν είναι
βατός ο ποταμός πολλαχού πολλούς πόρους έχων, εν χειμώνι δε και έαρι και εν
πολυομβρία διαβαίνουσιν αυτόν μόνον διά δύο γεφυρών, εξ’ ών η μεν προς ανατολάς
και παρά τας Θερμοπύλας καλείται «το γεφύρι της Αλαμάνας» εκ του παρακειμένου
αυτή χωρίου, η δε προς δυσμάς «του Φραντζή» εκ του παρ’ αυτήν χωρίου. Τέταρτον
δε περίπου της ώρας προς ανατολάς της γεφύρας Φραντζή ο ποταμίσκος Δύρας
πηγάζων εκ της ανατολικής κλιτύος της κορυφής της Οίτης Πυράς χύνεται εις τον
Σπερχειόν˙ παρά δε την δεξιάν όχθην του Σπερχειού ου πόρρω των ερειπίων της
Τραχινίας Ηρακλείας κείται το χωρίον Μουσταφάμπεη, δι ού ρέει ο ποταμίσκος,
όστις «Καρβουναριά» καλείται παρά τας πηγάς, «Ντούνος» δε παρά τας εκβολάς. Και
ο μεν Ιωάννης Δυοβουνιώτης κατέλαβε την προς δυσμάς του Μουσταφάμπεη γέφυραν
του Φραντζή και τον Δύραν, οι δε οπλαρχηγοί του Διάκου Καλύβας και Μπακογιάννης
και ο Αναγνώστης Καλπούζος την γέφυραν της Αλαμάνας, ο δε Διάκος την αντικρύ
της γεφύρας κλιτύν του Καλλιδρόμου παρά τους πρόποδας αυτού άνω μεν μέχρι της
Δαμάστας και της Χαλκωμάτας, κάτω δε μέχρι των εις την εγγύτατα της Αλαμάνας
πεδιάδα καθηκόντων λόφων Πουριά καλουμένων˙ ο δε Πανουριάς την προς το ΝΑ του
Μουσταφάμπεη Χαλκωμάταν κειμένην επί της κλιτύος του Καλλιδρόμου παρά την οδόν
της εις Γραβιάν άγουσαν˙ ο δε Κομνάς Τράκας το Μουσταφάμπεη, παρ’ ό διέρχεται η
δίοδος του Εφιάλτου, και τον παραρρέοντα Ντούνον.
Εν τη κοίτη δε του μεταξύ των Πουριών και του Ντούνου
μικρού χειμάρρου Πλατανιά του εκ των περί την Χαλκωμάταν και της μονής Δαμάστας
κατερχομένου υπάρχει μέχρι του νυν αμφιλαφής πλάτανος. Ταύτην δεικνύων τοις
περί τον βασιλέα Όθωνα κατά την πρώτην αυτού εν τη ηπείρω Ελλάδι περιήγησιν ο
Τράκας έλεγεν: «Αφού ετοποθετήσαμεν τους στρατιώτας μας εις μάχην, εμείναμεν
έφιπποι επί σιδηροψάρων ίππων υπό την πλάτανον ταύτην, ενώ έπειπτεν αδιαλείπτως
ψιλή βροχή και ωμιλούμεν περί της εκβάσεως της μάχης». Τότε οδόντες τους πέραν
του Σπερχειού κατερχομένους Τούρκους προς τους εν Αλαμάνα ωχυρωμένους Έλληνας,
μη βλέποντες δε τους εκ της γεφύρας Φραντζή και Δύρου διερχομένους ανά των
πυκνών λευκών και ιτεών δάσος έσπευσαν προς τους στρατιώτας αυτών και τότε ο
Αθανάσιος Διάκος είπε: «Έλληνες, οι Τούρκοι είνε πολλοί˙ αλλ’ εδώ θαποθάνωμεν τας Θερμοπύλας δεν θαφήσωμεν!»—«Δεν
θάφήσωμεν μέχρι θανάτου» είπον και εκείνοι˙ και
ούτως έσπευδαν έκαστος προς τας οικείας θέσεις˙ και ο μεν Διάκος όντως ετήρησε
μετά των περί εαυτόν τον λόγον, ως αμέσως λεχθήσεται, ενώ οι άλλοι αρχηγοί
εγκατέλιπον αυτούς μαχομένους. Και ο μεν Δυοβουνιώτης καταλιπών την γέφυραν του
Φρατζή και το Γοργοπόταμον ανέβη προς το Δέμα, και εκείθεν εις την ιδίαν αυτού
πατρίδα «Δύο Βουνά»˙ ο δε Πανουργιάς ανήλθεν επίσης εις τάνω της Χαλκωμάτας
αποβαλών άλλους τ’ εκ των στρατιωτών και τον αοίδιμον επίσκοπον Αμφίσσης
Ησαΐαν, όστις εφονεύθη παρά την πηγήν της Χαλκωμάτας μετά του αδελφού αυτού
Παπαϊωάννου. Τω δε 1877 ο μακαρίτης γέρων Νικόλαος Κουνούπης εκ Τοπόλιας της
Παρνασσίδος μοί έδειξε τον λίθον, εφ’ ού ιππεύων εφονεύθη ο Ησαΐας υπό Αλβανών.
Άπασα λοιπόν η δύναμις των Τούρκων επήλθε κατά των περί τον Διάκον και Τράκαν˙
και ο μεν Χασάν Τομαρίτσας και Μεχμέτ Τσαπάρης επολιόρκησαν τους περί τον
Τράκαν εν Μουσταφάμπεη, ο δε Ομέρ Βρυώνης, άπαν το ιππικόν κατά το πεδίον,
άπαντες οι Αλβανοί εκ των κλιτύων Χαλκωμάτας και Δαμάστας και ο Μεχμέτ Κιοσσέ
εξ Αλαμάνας περιεκύκλωσαν τους περί τον Διάκον, όστις καίπερ δυνάμενος να σωθή,
κομισθείσης υπό του ιπποκόμου αυτού Ρωμάνη της φορβάδος Αστέρους, ου μόνον έμεινεν
ακλόνητος ειπών το δη περιλάλητον «ο Διάκος δεν φεύγει», αλλά υποκαταβάς προς
τον εγγύτατα της Αλαμάνας μέχρι του πεδίου καθήκοντα λόφον των Πουριών έστη
μετά των ολίγων υπολειφθέντων αυτώ ανδρείων επί των λίθων των επί της κορυφής
του λόφου, οίτινες καλούνται τα νύν «του Διάκου τα λιθάρια», και μεθ’ ηρωϊκόν
αγώνα αιμόφυρτος συνελήφθη δύο πληγάς λαβών. Αιχμαλωτισθέντος δε του Διάκου,
έλυσαν οι περί τον Τομαρίτσαν και Τσαπάρην την πολιορκίαν των εν τω Μουσταφάμπεη.
Τα δε κατά τον Διάκον μετά την αιχμαλωσίαν ο μνημονευθείς Κουνούπης εξ αυτοπτών
και αυτηκόων μαθών διηγήσατό μοι ώδέ πως: «Αφού έσπασαν τα πιστόλια του και το
ξίφος του συνελήφθη ο Διάκος επάνω εις τα Πουριά υπό των Αλβανών του Ομέρ
Βρυώνη.
Έπειτα τον έδσαν και τον έβαλαν επάνω εις μουλάρι και
έφεραν εις το σεράγι, (μέγαρον) του διοικητηρίου και επαρουσίασαν την επιούσαν
μετά την αιχμαλωσίαν εις τον Χαλήλμπεην, όπου κατέλυσαν οι πασσάδες Κιοσές και
Ομέρ Βρυώνης. Εκ τούτων ο Ομέρ Βρυώνης και άλλοι πολλοί ανδρείοι Αλβανοί
ελυπούντο τον Διάκον διά την ευμορφίαν του και διά την ανδρείαν και τον
παρεκίνουν να γείνη Μωαμεθανός διά να σώση την ζωήν του και διορισθή πασσάς
όλης της ανατολικής Ελλάδος. Αλλ’ ο Διάκος μετά τον καφφέ, τον οποίον τω είχον
προσφέρη, επιθέσας υπερηφάνως τον ένα πόδα επί του άλλου και στρήψας τον
μύστακά του τοις απεκρίθη ούτε την θρησκείαν του αλλάσσει ούτε το γένος του
προδίδει˙ προτιμά εκατόν φορές τον θάνατον˙ Διάκοι ως αυτός και πολλοί
καλλίτεροί του είνε χιλιάδες πέραν της Αλαμάνας». Ακολούθως ιδόντες αυτόν
ακατάπειστον διέταξαν να τον σουβλίσωσι και δώσαντες εις τον ίδιον την ξυλίνην
σούβλαν, ήν εν οργή βαδίζων ο Διάκος έφερεν επί του ώμου του μέχρι του τότε
κοπρώνος εις το ανατολικόν άκρον της Λαμίας κειμένου, όπου τώρα είνε τα
κρεωπωλεία, εσούβλισαν και ανεστήλωσαν περί την 2 ώραν μ.μ. της επιούσης της
συλλήψεώς του ημέρας επί του τότε, ως είρηται, κοπρώνος στρέψαντες αυτόν προς
πλείονα τιμωρίαν να βλέπη προς δυσμάς, ώστε ο προς την δύσιν βαίνων ήλιος
προσέβαλεν αυτόν κατά πρόσωπον. Ο δε σκόλοψ εξήλθεν εις το άνωθεν μέρος της
δεξιάς ωμοπλάτης του. Περί δε τον Διάκον ετοποθέτησαν και τας κεφαλάς των εν τη
ιδία μάχη φονευθέντων Ελλήνων περί τας 80, εν αίς ήσαν η γεραρά κεφαλή του
Αμφίσσης Ησαΐου, του αδελφού αυτού Παπαϊωάννου, η του αδελφού του Διάκου
Δημητρίου, η του Μπακογιάννη, Καλύβα, Αναγνώστου Καλπούζου, η του Γιαννάκη
Παπαχαντζή εκ Δαμάστας γυναικαδέλφου του Σπύρου Τράκα, όν αιχμαλωτίσαντες εφόνευσαν
καθ’ οδόν. Προς εμπαιγμόν δε επί του μετώπου εκάστης κεφαλής καθήλωσαν χάρτην
μετά της επιγραφής «καπετάνος»˙ πάσας δε τας κεφαλάς ενώπθιον του Διάκου
εξέδειραν. Ο δε Διάκος εκ του σκόλοπος τους μεν Τούρκους και την θρησκείαν
αυτών ύβριζε, τους δε Χριστιανούς επετίμα, διότι ουδείς είχε το θάρρος να τον
φονεύση δι’ όπλου, όπως απαλλαγή εκ των βασάνων. Εζήτει δε πάντοτε ύδωρ˙ επί
τέλους περί την εσπέραν της αυτής ημέρας Χριστιανός τις Βούλγαρος το γένος
ιπποκόμος έχων έτοιμον τον ίππον του κυρίου του, ον την νύκτα έβοσκεν εις τα
λιβάδια, σταθείς εις το μεσημβρινόν άκρον της προς άρκτον της νύν του Διάκου
ονομαζομένης κειμένης κειμένης πλατείας, εν ή τελείται η εβδομαδιαία αγορά, 60
περίπου βήματα μακράν επυροβόλησεν αυτόν και αμέσως ιππεύσας εξέφυγε τους
φυλάσσοντας Τούρκους, οίτινες επυροβόλησαν μεν τον Βούλγαρον, αλλ’ απέτυχον.
Αλλ’ ει και η σφαίρα διήλθε δια της δεξιάς και αριστεράς ωμοπλάτης, ουχ ήττον ο
Διάκος έτι επέζη και οδυρόμενος εκραύγαζε˙ «Μια στάλα νερό, . . . νερό . . . »˙
αλλ’ ουδείς ετόλμα. Περί δε το μεσονύκτιον ο πλησίον εκεί το αρτοπωλείον του
έχων Παναγιώτης Ψωμάς εκ Λαμίας πόρρωθεν εκ του παραθύρου δι’ αγγείου
ανηρτημένου εκ μακράς ράβδου έδωκεν αυτώ ύδωρ και αμέσως εξέπνευσεν ο ήρως.
Έμεινε δε επί του σκόλοπος το σώμα του Διάκου εξ
ημέρας, καθάπερ και οι περί αυτό, ως ερρήθη, εκδεδαρμέναι κεφαλαί, άς τινάς, αν
και δυσώδεις, ουδείς όμως ετόλμα να ζητήση προς ενταφιασμόν. Τέλος δε, επειδή η
δυσωδία απέβη αφόρητος, ο μεν καφάσμπασης διά λακτισμάτων κατέρριψε τον
ανεστηλωμένον Διάκον καταναθεματίζων αυτόν˙ ο δε σιδηρουργός κεφάλας και ο
Φαραδήμος κάτοικοι Λαμίας σύραντες το δυσώδες του Διάκου σώμα κατά διαταγήν του
καφάσμπαση έρριψαν αυτό, ως ήν ανεσκολοπισμένον, εις τον τας ακαθαρσίας
δεχόμενον της πόλεως και το ύδωρ της κρήνης οχετόν ονομαζόμενον «Σκατόρρευμα»
όντα βήματα τινα μακράν της νυν λιθίνης γεφύρας. Εκεί δε κατέρριψαν και τας
κεφαλάς και δύω σάκκους ωτίων και ρινών αποκοπεισών υπό στρατιωτών Τούρκων εκ
των φονευθέντων Ελλήνων και Τούρκων, ίνα λάβωσι δώρα. Συν τω χρόνω δ’ επεχώσθησαν
άπαντα εκ των εκεί ριπτομένων ακαθαρσιών». Εγένετο δε η μεν μάχη των Θερμοπυλών
τη 22 Απριλίου, το δε μαρτύριον του Διάκου της 23 ή πιθανώτερον τη 24 Απριλίου.
Αλλ’ ει και οι Τούρκοι διέπραξαν τας βαρβαρότητας
ταύτας, ίνα εκφοβίσωσι τους Έλληνας, απέτυχον δε ούτοι ίνα εμποδίσωσι την
εισβολήν των Τούρκων εν Υπάτη, Δερβέν Φούρκα και εν Θερμοπύλαις, ουδόλως όμως
απέβαλον το θάρρος, αλλ’ εκδίκησιν πνέοντες συνήλθον εν Γραβιά, ίνα εμποδίσωσι
την πορείαν του εχθρού. Εκεί ήλθες τη 3 Μαΐου και ο Οδυσσεύς Ανδρούτσου ο
πολυμήχανος εκείνος μέγας των Ελλήνων στρατηγός και συμβουλίου γενομένου ο μεν
Οδυσσεύς ανέλαβε να εισέλθη εις μικρός πανδοχείον (χάνι) μετά 117 ανδρείων, εν
οίς διεκρίνοντο ο Ιωάννης Γκούρας, Κομνάς Τράκας, Παπανδρέας ο εκ Κουκουβίστας
και ο Καπλάνης. Ο δε Πανουργιάς και Ιω. Δυοβουνιώτης ωχυρώθησαν εκ του
προχείρου επί της κλιτύος του Χλωμού ΒΑ κλάδου της Γκιώνας, ο δε Χρήστος Κασμάς
Σουλιώτης και Χρήστος κατσικογιάννης ωχυρώθησαν επί της αντικρύ κλιτύος της
Σόντσικας ΒΔ κλάδου του Παρνασού. Οι δε υπό τον Ομέρ Βρυώνην συγχρόνως επήλθον
ιππείς τε και Αλβανοί κατά τον Κασμάν Σουλιωτών, οίτινες ηναγκάσθησαν
νανέλθωσιν εις ταυψηλότερα, εξ ων εν τοις τελευταίοις υποχωρούσιν αγωνιζόμενος
εφονεύθη ο ανδρείος Σουλιώτης Μπούχλας, ο δε τόπος, εν ώ εφονεύθη και ετάφη
καλείται «του Μπούχλα τα λιθάρια», ή «εις του Μπούχλα το μνήμα». Συγχρόνως δε
σχεδόν υπεχώρησαν εις τα μάλλον δύσβατα και οι επί του Χλωμού. Ούτω δ’
υπελείφθησαν μόνοι οι εν τω χανίω. Κατ’ αυτών επέπεσον άπας ο Τουρκικός στρατός
ηνωμένος, ηγουμένου αυτού του Ομέρ Βρυώνη, όν ο Οδυσσεύς πρότερον υποσχόμενος
αυτώ συνέντευξιν και υποταγήν δήθεν εν γραβιά ούτως ως απίδα εξηπάτησεν
ανθιστάμενος. Τα δε κατά την ηρωϊκήν μάχην και έξοδον των εν τω χανίω
κεκλεισμένων ο ειρημένος Κουνούπης διηγείτό μοι τω 1877 ώδε: «μτά την συνήθη
των Τούρκων δέησιν ενεφανίσθη έμπροσθεν του χανίου δερβίσης τις έφιππος˙ ο
Οδυσσεύς διατάξας να μη πυροβολήση τις κατ’ αυτού, πριν αυτός ούτος πρώτος
πυροβολήση, ηρώτησε δια της πολεμήστρας του τουρκιστί τον δερβίση τι ζητεί;
Επειδή δ’ εκείνος υπέμνησε τον Οδυσσέα την περί υποταγής υπόσχεσιν, ούτος
πρώτον ύβρισε τον δερβίσην και ακολούθως πυροβολήσας εφόνευσε. Τότε οι Τούρκοι
εμμανείς γενόμενοι διά την εις το πρόσωπον του δερβίση προσβολήν της πίστώς των
εφώρμησαν ναναρπάσωσι τους εν τω χανίω˙ προηγούντο δε αυτοί οι ανώτεροι
αξιωματικοί, μπέϊδες και μπιμπασάδες και μανιωδώς εφώρμουν κατά των
πολιορκουμένων. Οι δ’ εν τω χανίω Έλληνες ατρομήτως μαχόμενοι διά του ακαθέκτου
πυρός απέκρουον τας εφόδους από πρωΐας μέχρι της μεσημβρίας της 6ης
Μαΐου, ότε ο Ομέρ ιδών τας προσπαθείας του ματαιουμένας διέταξε χρηματικάς
αμοιβάς εις τους όσοι πρώτοι εντός του χανίου εισπηδήσωσιν. Αλλά και τούτου
αποτυχόντος, περί την δείλην εμμανώς μόνος δράξας ο Ομέρ τον πέλεκυν εξήλθεν εκ
της παρά το χάνι κειμένης εκκλησίας «ο Άγιος Αθανάσιος», εξ ής εθεώρει την
μάχην˙ αλλά τις ανεψιός του βέη και οι περί αυτόν εκλεκτοί λαβόντες αυτόν εκ
της χειρός ανέστειλαν την ορμήν του, υποσχεθέντες αυτοί αντ’ αυτού να
εισπηδήσωσιν εντός του χανίου και κυριεύσωσιν αυτό, και αμέσως εξελθόντες
εφώρμησαν ακράτητοι κατ’ αυτού˙ αλλ’ έπεσον αμέσως ο βέης και πολλοί άλλοι
εκλεκτοί φονευθέντες υπό του ευστόχου πυρός των ηρωϊκώς μαχομένων Ελλήνων. Οι
Τούρκοι ήσαν περί τας εννέα χιλιάδας πεζοί και ιππείς και διά των
επανειλημμένων εφόδων έφθασαν υπό τους τοίχους του χανίου και έσειον ίνα
καταρρίψωσι την ασθενή αυτού στέγην και πυροβολούντες εντός αυτού διά των
πολεμιστριών, δι’ ών εμάχοντο οι κεκλεισμένοι Έλληνες, εδράττοντο των τυχόν
εξεχόντων όπλων των Ελλήνων και εξέσυρον τους οβελούς (ντουφεκόβεργες).
Εμφανισθείς ο παρακολουθών τον Ομέρ Χρήστος Παλάσκας, όπως ωφελήση τους
Έλληνας, είπεν αυτώ: «Αφέντη μου, μη χάνης τους συγγενείς σου και ντεβαπίδες
σου˙ άφησέ τους κλεισμένους, και αύριον φέρε τα πυροβόλα από το Ζητούνι και
τους καταστρέφεις». Ήρεσε τω Ομέρ η γνώμη αύτη, και αμέσως διέταξε την παύσιν
της μάχης, και τότε οι παρά τους τοίχους του χανίου μαχόμενοι Τούρκοι
αποσυρόμενοι εφονεύοντο πυροβολούμενοι εκ των νώτων. Μετά δε ταύτα οι μεν
Τούρκοι εφύλαττον τους πολιορκουμένους αναμένοντες εκ Λαμίας τηλεβόλα, οι δε
Έλληνες μετά το μεσονύκτιον ητοιμάσθησαν προς έξοδον, ίνα εξέλφωσιν ξιφήρης.
Η νύξ ήτο αιθριωτάτη˙ το δε επίμηκες χάνι είχε δύω
μεγάλας θύρας, μίαν ΝΔ προς Άμφισσαν και ετέραν ΒΑ προς την πεδιάδα, δι’ ής και
προτάσει του Οδυσσέως και Τράκα ως γινώσκοντος κάλλιον παντός άλλου τον τόπον
απεφάσισαν να εξέλθωσιν. Τότε ο Οδυσσεύς διέταξε να φαιρέσωσιν ησύχως τους
όπισθεν της θύρας ταύτης λίθους˙ έπειτα δε εξελθόντες παρεκάθισαν επ’ ολίγον
υπό την σκιάν της σελήνης παρά τον τοίχον του χανίου, και κατασκοπεύσαντες τας
θέσεις των πολιορκούντων εξώρμησαν παροτρύνοντες αλλήλους «επάνω τους, βρέ
παιδιά!» Και ούτω πυροβολούντες και αντιπυροβολούμενοι διελθόντες διά του
τουρκικού στρατοπέδου εστράφησαν ανερχόμενοι προς το επί του ομωνύμου όρους
χωρίον Χλωμόν κομίζοντες και τους πέντε πληγωμένους, εν οίς και ο περί το
στέρνον ελαφράν πληγήν λαβών Κομνάς Τράκας και ο Κωνσταντίνος Καπογιωργάκης.
Κατέλιπον δε νεκρούς εν μεν τω χανίω τον Αθανάσιον Καπλάνηνκαι Αθανάσιον
Σεφέρην, εκτός δ’ αυτού ετέρους τέσσαρας, εν οίς και ο ρηθείς ανδρείος
Σουλιώτης Μπούχλας.
Εν τω χωριώ δε Χλωμώ ευρόντες και τους Πανουριάν
Ιωάννην Δυοβουνιώτην, Χρήστον Κασμάν και τους άλλους συνεσκέψαντο περί του
πρακτέου.
Οι Τούρκοι καταπτοηθέντες εκ του ηρωϊσμού των Ελλήνων
έμειναν επί δύο εβδομάδας εν Γραβιά μη τολμώντες να προχωρήσωσι προς την
Άμφισσαν. Και ο μεν Κιοσσέ Μεχμέτ πασσάς στραφείς προς τα οπίσω διηυθύνθη προς
την Μενδενίτζαν, ο δε Ομέρ Βρυώνης ως εμπειρότερος και τολμηρότερος μένων εν
Γραβιά εποιείτο επιδρομάς εις τα ένθεν αυτής Βλαχοχώρια, ίνα πτοήση τους
αφελείς κατοίκους διά της αιχμαλωσίας γυναικών και παίδων και της διαρπαγής της
επί των ορέων κεκρυμμένης περιουσίας.
Αλλ’ ο Οδυσσεύς προνοήσας τούτο είχε προαποστείλη τον
μεν Κομνάν Τράκαν εις τα ανατολικά του Παρνασού χωρία και τον Γκούραν εις τα
δυτικά περί την Γκιώναν, και ούτω αμφότεροι διά της ευτολμίας αυτών απέκρουσαν
τους επιδρομείς Τούρκους ματαιώσαντες του Ομέρ τα σχέδια. Τότε πολλαχού
εγένοντο αψιμαχίαι και συμπλοκαί περί τον Παρνασόν˙ ούτως ο Τράκας επολέμησε
παρά το Κακόρρευμα χείμαρρον μεταξύ
της Κάτω Αγόριανης και Μαριολατών του δήμου Δωριέων, περί το Κεφαλόβρυσον πηγήν κειμένην μεταξύ της
Κάτω Αγόριανης και Κακορρεύματος, περί το Γούπατον
ή Πλαγιαίς και Καρκαβέλια κείμενα επί του Παρνασού προς Ν της Σουβάλας και Α της
Άνω Αγόριανης, ένθα τους αναβάντας Τούρκους εκ διαφόρων μερών του Παρνασού
προλαβών έσωσε τας γυναίκας και παίδας φονεύσας ουκ ολίγους εκείνων και τέλος
αναγκάσας να επανέλθωσιν εις Γραβιάν.
Σπουδαιοτέρα δε των συμπλοκών τούτων ήν εν τω χωρίω
Μάνεση γενομένη τη 20 Ιουλίου του 1821 ημέρα της μνήμης του προφήτου Ηλιού, ήν
ο μακαρίτης οπλιτάρχης διηγείτο ώδέ πως: «Ο Ομέρ πασσάς ηγούμενος τριών
χιλιάδων περίπου πεζών και ιππέων μετά πυροβολικού εισήλαυνε προς Βοιωτίαν. Οι
Αγοριανίται, Δαδιώται, Αραχωβίται, Σουβαλιώται και άλλοι υπό τον Βασίλειον
Βούσγον, Κομνάν Τράκαν, Χαλμούκην, Μανίκαν και άλλους οπλιτάρχας ήσαν
εστρατοπεδευμένοι εν τω χωρίω Μάνεση παρά το Δραχμάνι του δήμου Ελατείας, όπως
διακόψωσι την προς τα πρόσω πορείαν των εχθρικών τούτων δυνάμεων. Τινές των
Ελλήνων ιδόντες μακράν το προπορευόμενον ιππικόν των Τούρκων και υπολαβόντες
αυτό φορτηγά ζώα μεταφέροντα τροφάς, πολεμεφόδια και χρήματα (χαζνέ) εξελθόντες
του χωρίου έτρεχον, όπως προλάβωσιν αυτά παρά τας επιμόνους διαταγάς των αρχηγών
ασχολουμένων περί την οχύρωσιν, του μεν Κομνά Τράκα οχυρωθέντος μεθ’ εκατόν
πεντήκοντα ανδρών αλλαχού και εν τινι ισογείω εκ πλίνθων εκτισμένη οικία εν τη
θέσει Αλησάκω της Μάνεσης˙ ο δε Βούσγος, Μανίκας και λοιποί μετά τετρακοσίων
όπισθεν αυτού εντός του περιβόλου της εκκλησίας. Αλλ’ επί τέλους γνωσθέντος ότι
οι επερχόμενοι ήσαν ιππείς μετά πυροβολικού, ετράπησαν οι πρίν κατ’ αυτών
εξελθόντες Έλληνες εις φυγήν παρασύραντες και τους υπό φόβου καταληφθέντας εν
τω περιβόλω της εκκλησίας ωχυρωμένους˙ ούτω δ’ άπαντας φεύγοντας κατά το πεδίον
της Ελατείας μέχρις Αγίας Μαρίνας κειμένης παρά τους ΒΑ πρόποδας του Παρνασού
κατεδίωξαν οι ιππείς Τούρκοι και πολλούς εφόνευσαν. Οι δε περί τον Κομνάν
Τράκαν παραμείναντες ου μόνον έσωσαν πολλούς των καταδιωκομένων Ελλήνων
ανακόψαντες την ορμήν των ιππέων, αλλά και επολέμησαν ανδρείως καθ’ όλην την
ημέραν αποκρούοντες κρατερώς τας κατ’ αυτών εφόδους του Δεμίρ πασσά. Τοσούτον δ’
εγγύς εν τινι των εφόδων εγένοντο οι Τούρκοι τω ελληνικώ οχυρώματι, ώστε θέντες
πύρ ανήψαν την στέγην της οικείας, εν ή ήν ο Τράκας. Οι δε πολιορκούμενοι των
μεν επικειμένων αυτοίς Τούρκων εφόνευσαν τινας, τα δε ανημμένα εν τω οχυρώματι
πίπτοντα ξύλα της στέγης έρριπτον εκτός τούτου κατά των εφορμώντων. Τέλος οι
Τούρκοι διά του πυροβολικού κατέστρεψαν μέχρις εδάφους και το οχύρωμα των
Ελλήνων. Αλλ’ ουδέν ήττον οι Έλληνες σκάψαντες λάκκους διά των μαχαιρών
(γιαταγανίων) επολέμουν.
Ο δε πασσάς ιδών ματαιουμένας απάσας αυτού τας
ελπίδας, πολλούς δε Τούρκους και εκ των τα πρώτα φερόντων περί το οχύρωμα
κειμένους μετεκόμισε πυροβόλα εις υψηλότερον μέρος εγγύς του οχυρώματος, οπόθεν
ηδύναντο να προσβάλλη επιτυχώς τους Έλληνας, και όντως των Ελλήνων τινάς
φονεύσας, εν οίς και τον ανδρειότατον ιερέα Γεώργιος εκ Πεσκενίου, διέταξεν
έφοδον˙ αλλά φονευθέντος του αρχηγού του πυροβολικού, ο πασσάς απελπισθείς του
να εκπορθήση τους πολιορκουμένους υπεχώρησε περί την δείλην εγκαταλιπών τους φονευθέντας
Τούρκους μετά του πλουσίου αυτών οπλισμού.
Μετά δε την παρά την Μάνεσην ο Δεμίρ πασσάς έλαβε την
εις Λεβαδείαν άγουσαν αναμένων και άλλας πλείους επικουρίας, όπως εισβάλωσιν
εις Πελοπόννησον και λύσωσι την πολιορκίαν της Τριπόλεως˙ και όντως είπετο αυτώ
εκ Λαρίσσης ορμηθείς ο αρχιστράτηγος Βεϊράμ πασσάς μετά τριών άλλων
υποδεεστέρων αυτού πασσάδων, του Μεμή πασσά, Σαχίν Αλή και Χατζή-Βεκήρ, άγων
ιππικόν, πυροβολικόν και πεζικόν περί τας οκτώ χιλιάδας, διατεταγμένος να
βαδίση εσπευσμένως ευθύ διά της Ανατολικής Ελλάδος εις την Πελοπόννησον προς λύσιν
της πολιορκίας της Τριπόλεως. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί Ιωάννης Δυοβουνιώτης,
Κομνάς Τράκας, Παπανδρέας, Ιωάννης Γκούρας, Γεώργιος Δυοβουνιώτης, Γεράντωνος
και Ν. Πανουριάς άμα μαθόντες ότι ο Βαϊράμ πασσάς αφικόμενος εις Λαμίαν εσκόπει
να εκκινήση εκ ταύτης, συνελθόντες συνεσκέψαντο τίνα οδόν ώφειλον να
καταλάβωσι, ίνα διακόψωσι την προς τα πρόσω πορείαν του εχθρού. Και οι πλείστοι
μέν εξ αυτών αναλογιζόμενοι την σμικρότητα των ελληνικών δυνάμεων προύτεινον να
καταλάβωσι την διά Φουντάνας εις Βοιωτίαν άγουσαν δίοδον, στενωτάτην, δασώδη
και δύσβατον, όπως εν αυτή οι Έλληνες περί τους 1500 όντες δυνηθώσι ναντιστώσι
κατά της πολλώ υπερτέρας στρατιάς του Βαϊράμ πασσά˙ ο δε Ιωάννης Δυοβουνιώτης
γέρων ών πολύπειρος αντέλεξεν ότι βασιλικός στρατός μετά πυροβολικού, αρίστου
ιππικού και πλήθους αποσκευών και πολεμεφοδίων δι’ αμαξών μεταφερομένων δεν
δύναται να διέλθη διά στενωπών και δυσβάτων, αλλά διά της ανοικτής και βατής
οδού των Βασιλικών. Δεκτής της προτάσεως
ταύτης του Δυοβουνιώτου γενομένης, καταλαβόντες τα Βασιλικά περιέμενον τον
εχθρόν, όστις εκκινήσας εκ Λαμίας είχε στρατοπεδεύση την νύκτα της 25 Αυγούστου
παρά το χωρίον Μώλον απέχον δύω ώρας των Βασιλικών. Τα της μάχης ταύτης κατά
την διήγησιν του Κωνσταντίνου Δυοβουνιώτου και Δ. Ζαρίκα αγωνιστού έχουσιν ώδε
πως:
Των Ελλήνων ο μέν Ιωάννης Δυοβουνιώτης, Κομνάς Τράκας
και Μπίτης διοικών μέρος των στρατιωτών του Σκαλτσοδήμου κατέλαβον το αριστερόν
της οδού, το δε δεξιόν αυτής ο Νάκος Πανουργιάς, Ιωάννης Γκούρας και Παπανδρέας
διοικούντες τους στρατιώτας του Πανουριά˙ την δ’ έξοδον της οδού ο Γεράντωνος
ηγούμενος των υπολειφθέντων εκ του στρατού του Διάκου, και ο Καλύβας αδελφός
του εν Αλαμάνα πεσόντος διοικών και αυτός τους υπολοίπους του στρατού του Σκαλτσοδήμου.
Την επιούσαν (26 Αυγούστου 1821) εφώρμησαν όπως εκβιάσωσι την είσοδον˙ αλλ’
αποκρουσθέντες μέν υπό του Παπανδρέα και Γκούρα, ένθεν δε υπό του Κομνά Τράκα,
Μπίτη και λοιπών περιήλθον εις αμηχανίαν. Αλλ’ ουδέν ήττον κατά κράτος
προσέπιπτον τοις Έλλησι, και η μάχη κρατερά εγίνετο, ότε ο Γκούρας, Παπανδρέας,
Τράκας, Ιωάννης Ρούκης διοικών ίδιον σώμα και ο Βασίλειος Βούσγος διοικών μέρος
του σώματος του Οδυσσέως εκ των οχυρωμάτων εκπηδήσαντες επέκειντο δεινοί τοις
Τούρκοις, οίτινες την ορμήν των Ελλήνων μη δυνηθέντες να υποστώσι διαλύσαντες
τας τάξεις ετράπησαν εις ούτως άτακτον φυγήν, ώστε ιππικόν, πυροβολικόν,
πεζικόν άμαξαι φορτηγαί και ζώα συνανεμίγησαν. Οι Έλληνες φεύγοντες αυτούς εφόνευσαν
περί τους 2,000, εν οίς και τον Μεμήν πασσάν˙ο δε βεκήρ πασσάς ήν ήδη τεθνεώς
πρό της μάχης εξ ασθενείας εν Λαμία˙ εκυρίευσαν 600 αμάξας πλήρεις τροφών,
πολεμεφοδίων και παντοίων άλλων ειδών του πολέμου, όπλα, πολλάς σημαίας και πέντε
κανόνια, εξ ών δύω εκυρίευσαν οι υπό τον Κομνάν Τράκαν Αγοριανίται και
Σουβαλιώται.
Τα δε λείψανα του τουρκικού στρατού κατεδίωξαν οι
Έλληνες μέχρι του Σπερχειού ποταμού, όν διαβάντες οι Τούρκοι κατεσκήνωσαν
οχυρωθέντες εν τω της Λαμίας τέταρτον ώρας απέχοντι χωρίω Σαρμουσακλή, ένθα μετ’ ολίγας ημέρας ο μέν αρχιστράτηγος Βαϊράμ
πασσάς διαταγή του σουλτάνου απεκεφαλίσθη, ο δε επίλοιπος αυτού στρατός
ενσκηψάσης πανώλους (λοιμικής) κατεστράφη σχεδόν ολόκληρος. Μετά την μάχην δε
ταύτην οι Έλληνες εστρατοπέδευσαν εν τω παρά τας Θερμοπύλας επί του Καλλιδρόμου
μίαν ώραν περίπου απέχοντι του Σπερχειού χωρίω Δαμάστα.
Εν τη σπουδαιοτάτη ταύτη μάχη, ήτις ου μόνο έσωσε την
μόλις αρξαμένην επανάστασιν, αλλά και ενεψύχωσε μεγάλως αυτήν, διεκρίθησαν ο
μέν Ιωάννης Δυοβουνιώτης επί φρονήσει και στρατηγική πείρα, ο δε Ιωάννης
Γκούρας, Παπανδρέας και Κομνάς Τράκας επί ανδρεία. Ο Γκούρας μάλιστα την ημέρα
εκείνην ανεδείχθη αυτόχρημα ήρως˙ τα ενδύματα αυτού ήσαν πλήρη αίματος, η δε δεξιά
χείρ αυτού ήν εξωδηκυία εκ της χρήσεως του ξίφους, όπερ απέβη άχρηστον εκ της σφαγής
των Τούρκων˙ αυτός δ’ ιδία χειρί απέσφαξε και τον Μεμήν πασσάν.».
http://sotosalexopoulos.blogspot.gr/
http://sotosalexopoulos.blogspot.gr/
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου