Η κτηνοτροφία παλιά

Τα μαντριά και οι βοσκότοποι
Η προστασία των ζώων το χειμώνα ήταν ένα από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο παλιός τσέλιγκας ή τσομπάνης.
Το χειμώνα για τα γίδια τα μαντριά γινόταν σε μέρη απάνεμα. Ένα μικρό μέρος του μαντριού ήταν σκεπασμένο. Αυτό χρησιμοποιούνταν για τα μικρά ζώα και τις νεογέννητες μάνες. Το υπόλοιπο μέρος, το στειρομάντρι, ήταν μόνο με περίφραξη από σάλωμα (καλάμια βρύζας), με κλίση για να δημιουργεί χώρο που δεν θα έπιανε χιόνι. Εκεί περνούσαν τα γίδια τις μπόρες και τις βροχές, τα χιόνια και τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Δίπλα από το μαντρί, βρισκόταν η καλύβα του τσομπάνη. Αυτή είχε σχήμα κόλουρου κώνου. Η βάση της ήταν περίπου με ακτίνα δύο μέτρων. Στη μέση βρισκόταν η εστία. Η εστία ήταν ελαφρά σκαμμένη και γύρω της είχε πλάκες, για να προστατεύει την καλύβα από πιθανή φωτιά. Δεξιά και αριστερά ήταν τα κρεβάτια. Τα κρεβάτια ήταν ξύλινα, με στρώμα από άχυρο. Για σκέπασμα χρησιμοποιούνταν την κάπα και το ταλαγάνι, σε πολύ λίγες καλύβες μπορούσε να βρεις και τσέργες σκεπάσματα από γδόμαλο (μαλί γίδας).
Μέσα στην καλύβα διέκρινες τη Ντραγατσίκα, το Δερμάτι, τον Τυροφάη, το Π(ι)νάκι, τη Γκούπζα, το Παγούρι.
Το χειμώνα κύριο πρωινό του τσομπάνη ήταν η κουλιάστρα (από γάλα νεογέννητης γίδας) ή η παπάρα (γάλα με τριμμένο ψωμί).
Μαζί του έπαιρνε τυρί ή ξυνοτύρι στον τυροφάη και το ξυνόγαλο στο δερμάτι, ενώ σπάνια μαζί του έπαιρνε και φαγητό.
Για στήριγμα μαζί τους είχαν πάντα την Κλούτσα (γκλίτσα) ή τη φούρκα (διχαλωτό ξύλο).
Το καλοκαίρι τα γίδια δεν επέστρεφαν το βράδυ στο μαντρί. Κοιμόταν σε ένα μέρος που το έλεγαν αγρέκι. Νωρίς το πρωί ο τσοπάνης τα κινούσε για το σκάρο. Το μεσημέρι τα γίδια ή τα πρόβατα επέστρεφαν στο στάλο. Εκεί έμεναν την ώρα του μεσημεριού. Πολλούς στάλους τους σκέπαζαν από πάνω και τους ονόμαζαν τσιαρδάκι. Η αρμηγή γινόταν στη στρούγκα. Η στρούγκα και ο στάλος ήταν συνήθως μαζί.
Οι βοσκότοποι στο χωριό ήταν δύο. Η Φουργακλιά και η Τσιτσιούλα με το πουρνάρι. Εκεί πήγαιναν τα γίδια οι κτηνοτρόφοι το χειμώνα και νωρίς την άνοιξη όταν έβγαινε το ξυφύλι (νέοι βλαστοί πορναριού). Όταν άνοιγε το κλαδί μετακινούνταν και πήγαιναν στον Αη Λιά και στον Αρκουδόλακκα.
Λεξιλόγιο
Μαντρί: Αχυρένια κατασκευή για το ξεχειμώνιασμα των ζώων.
Στειρομάντρι: Ανοιχτό μαντρί, για τα στείρα ζώα
Καλύβα: Κατασκευή για να διαμένει και να κοιμάται ο τσομπάνης.
Τσιαρδάκι: Μεσημβρινό σκεπασμένο κατάλυμα.
Αγρέκι: Νυχτερινό κατάλυμα.
Στρούγκα: Μέρος για το άρμεγμα.
Κάπα: Μάλλινο πανωφόρι (από μαλλί γίδας), χωρίς μανίκια.
Ταλαγάνι: Μάλλινο ένδυμα με κατσιούλα και μανίκια.
Τσέργα: Μάλλινο σκέπασμα, κατασκευασμένο από μαλλί γίδας.
Κλούτσα: Η γκλίτσα.
Φούρκα: ύλο με V στην κορυφή.
Ντραγατσίκα: (είδος τουρβά από δέρμα ζώων), μέσα στη δραγατσίκα συντηρούσαν το ψωμί αλλά έβαζαν και τα μικρότερα πράγματα.
Δερμάτι: (μικρότερο από τη δραγατσίκα) μέσα στο δερμάτι υπήρχε το ξυνόγαλο. Τυροφάης: μέσα στον οποίο έβαζαν το ξυνοτύρι ή το τυρί.
Π(ι)νάκι: μέσα στο οποίο έβαζαν το φαγητό, ασφάλιζε πολύ καλά από πάνω με ξύλινο καπάκι.
Γκούπζα: η οποία ήταν μια ξύλινη σουπιέρα.
Παγούρι: μέσα στο οποίο έβαζαν νερό.

Τα ονόματα των ζώων Οι κάτοικοι του χωριού, όπως και όλης της περιοχής, για να ξεχωρίζουν τα ζώα τους από τα άλλα κοπάδια έκαναν σημάδια στα αυτιά. Επίσης για να τα ξεχωρίζουν από τα άλλα ζώα τους και να τα φωνάζουν χρησιμοποιούσαν διάφορα ονόματα. Τα ονόματα τα έδιναν κυρίως από το χρώμα τους και τα κέρατά τους ανάλογα με το είδος των ζώων. Άλλα ονόματα είχαν για τα γίδια, άλλα για τα πρόβατα, άλλα για τα βόδια και τις αγελάδες. Πιο πλούσια σε ονόματα ήταν τα γίδια.
Τα μεγάλα κοπάδια τα χώριζαν σε δύο μικρότερα.
Τα στείρα - αυτά που δεν είχαν γεννήσει μαζί με τα βητούλια και τα τραϊά.
Τα γαλάρια - όσα είχαν γεννήσει και τώρα τα άρμεγαν.
Κάθε νοικοκύρης έκανε έναν συνδυασμό από σημάδια στα αυτιά, που ήταν ο μοναδικός. Όλοι ξέρανε, όταν έβρισκαν ένα χαμένο ζώο, ποιανού ήτανε. Τα σημάδια μπαίνανε στο ίδιο ή σε διαφορετικά αυτιά.
Τα σημάδια αυτά ήταν, τα εξής:
Κόκα, τοξωτό κόψιμο.
Κουτσιόφκου, ευθύ κόψιμο στην άκρη.
Ξουραφιά, λοξό κόψιμο.
Σκίζα, σχίσιμο.
Φούρκα, διχαλωτό κόψιμο.
Ονόματα για τα γίδια με βάση το χρώμα.
Η ονομασία των ζώων με βάση το χρώμα ήταν κοινή για όλους. έτσι όλοι λέγανε:
Φλώρα, η άσπρη.
Γκόρμπα, η μαύρη.
Ρούσα, η κόκκινη.
Κανούτα, η καφεκόκκινη.
Γκεσοκάνωτη, την κανούτα με καφε-μαύρο.
Ασπροκάνωτη, την κανούτα με καφέ-άσπρο
Ψαριά, τη γκρίζα
Πέστρα, αυτή που είχε μια άσπρη γραμμή κάτω στην κοιλιά.
Ποδαρούσια, αυτή που είχε κόκκινα χρώμα στα πόδια.
Μαυροκέφαλη, φλώρα γίδα με μαύρο κεφάλι.
Μπάλια, είχε ένα άσπρο στο μέτωπο.
Παρδαλή, η πολύχρωμη.
Γκέσα, αυτή που είχε στο πρόσωπο και πάνω στα φρύδια καφέ-κόκκινο χρώμα.
Ασπρόγκεσα, αυτή που είχε στο πρόσωπο και πάνω στα φρύδια καφέ-άσπρο χρώμα.
Μούσκρια, με μουτζουρωμένο πρόσωπο από σημάδια ή μαύρο πρόσωπο με άσπρα αυτιά.
Μπάρτζα, με καφε-κόκκινα μάγουλα.
Μαρτζελάτη, αυτή πυυ είχε μαρτζέλια. Μαρτζέλια είναι τα φυσικά σκουλαρίκια που κρέμονται στις γίδες από το κάτω σιαγόνι.
Ονόματα για τα γίδια με βάση τα κέρατα.
Τσαπούλου, με μυτερά κέρατα,
Σιούτα, χωρίς κέρατα.
Τσιούγκα, με σπασμένο το κέρατο.
Πισωκέρατη, με τα κέρατα πίσω.
Ονόματα για τα πρόβατα με βάση το χρώμα.
Μπέλα, η άσπρη.
Λάια, η μαύρη.
Παρδαλή, ασπρόμαυρη.
Καλέσα, με καφέ γύρω από τα μάτια και καφέ αυτιά.
Καραμπάσα, με καφέ ή μαύρο πρόσωπο.
Κουρνούτα, με κέρατα.
Τσιούλα, με μικρά αυτιά.
Για τα γίδια ανάλογα με την ηλικία τους είχαν ονόματα
Κατσίκι, το νεογέννητο.
Βητούλι, το κατσίκι μετά το εξάμηνο..
Ξιχμάδι, το κατσίκι μετά το χρόνο.
Μπλιόρι, το ζώο του ενός έτους.
Στριφάδι και στριφόιδα, αυτή που έχασε το μικρό της στη γέννα.
Γίδι, το θηλυκό ενήλικο, μετά την τρίτη γέννα.
Τρα(γ)ί, το αρσενικό ενήλικο.
Γκισέμι, το τρα(γ)ί που το τσιουκάλτσαν (στείρωσαν).
Για τα πρόβατα ανάλογα με την ηλικία τους είχαν ονόματα
Αρνί, το νεογέννητο.
Σγούρι, το ζώο του ενός εξαμήνου.
Ξιχμάδι, το αρνί μετά τον πρώτο χρόνο ως ότου γεννήσει
Μπλιόρι μπλιόρα, το αρσενικό και το θηλυκό αντίστοιχα των δύο χρόνων.
Στριφάδι, το θηλυκό που έχασε το μικρό της στη γέννα.
Προβατίνα, το θηλυκό ενήλικο, μετά την τρίτη γέννα.
Κριάρι, το αρσενικό ενήλικο.
Ανάλογα με τα μαστάρια (βυζιά) και το πόσο εύκολα αρμέγονταν
Τσιπροβύζα αυτή που δύσκολα αρμέγονταν (είχε μικρή ρόγα)
Καλαμοβύζα αυτή που εύκολα αρμέγονταν (είχε μεγάλη ρόγα)
Μακρυβύζα αυτή που είχε μεγάλα μαστάρια.
Τσαγιάδα αν δεν είχε δικό της κατσίκι
Προστυλάρα αν βύζανε ξένα κατσίκια.
Για τα βόδια
Μοσχάρι, το νεογέννητο αρσενικό και θηλυκό.
Δαμάλι, το αρσενικό μικρό μέχρι γίνει βόδι.
Δαμάλα, το θηλυκό μικρό μέχρι να γίνει αγελάδα.
Αγελάδα, το θηλυκό.
Βόδι, το αρσενικό.
Όταν τα ζώα κάνουν έρωτα λέμε: Για τη γίδα και το τραΐ = προυτσιαλνούνται
Για την προβατίνα και το κριάρι = μουρκαλνιούνται
Για τις αγελάδες και τα δαμάλια = σέρνουν
Για τη γαϊδούρα και το γαϊδούρι = βαρβατεύονται
Για τη φοράδα και το άλογο = βαρβατεύονται
Για τη σκύλα και το σκύλο = σκλέβουντι
Για τα σκρόφα και το καπρί = βουρίζουν
Τα ονόματα των κουδουνιών
Για να ακούν τα ζώα τους από μακριά, αλλά και για να ακολουθούν το κοπάδι τα υπόλοιπα ζώα χρησιμοποιούσαν κουδούνια. Τα κουδούνια τα κρεμούσαν στο λαιμό των ζώων με ξύλινα στεφάνια, τα οποία κατασκεύαζαν οι ίδιοι. Στο ξύλινο στεφάνι στηριζόταν το κουδούνι με την κλάπα. Κάθε κοπάδι είχε τους δικούς του συνδυασμούς ήχων. Για κάθε είδος ζώων χρησιμοποιούσαν διαφορετικά κουδούνια.
Για τα γίδια είχαν πλούσια γκάμα κουδουνιών

Το Οκάρκο το μεγάλο κουδούνι το οποίο κρεμούσαν στο γκισέμι (τραγί τσιουγκαλισμένο)
Το Μισοκάρκο το κρεμούσαν σε άλλα γκισέμια ή τραιά
Το Διπλοκύπρι και την κλάγκσα τα κρεμούσαν σε στείρα γίδα
Το Κυπρί, τη φλαγκάνα και το γαλαροκύπρι τα κρεμούσαν σε γαλάρα γίδα.
Το Κυπρούλι, το τσιφοτούλι και το φλαγκανάρι το κρεμούσαν, στα μπλιόρια, στα βετούλια και στα κατσίκια.
Για τα πρόβατα τα κουδούνια ήταν λιγότερα
Το Οκάρκο το μεγάλο κουδούνι (το έβαζαν στο πιο δυνατό κρυάρι)
Το Κουδούνι το έβαζαν σε πολύ γερή προβατίνα που έπαιζε και το ρόλο της γυναίκας ηγέτης του οπαδιού.
Το Τσιουκάνι στις γερές προβατίνες.
Το Τσιουκανούλι το έβαζαν στα σγιούρια και στα αρνιά.
Για τα βόδια είχαν την τράκα και το τρακούλι.

Το γαλομέτρημα, το άρμεγμα και η στρούγκα
Επειδή πολλά κοπάδια την άνοιξη τα έσμιγαν σε μεγαλύτερα και έπρεπε ο κάθε νοικοκύρης να πάρει το αντίστοιχο με την παραγωγή του, γινόταν το γαλομέτρημα (το μέτρημα του γάλατος για τον καθέναν). Αυτό γινόταν κάθε μήνα το Μάρτη, το Μάη και τον Ιούνιο. Μαζεύονταν όλοι οι ιδιοκτήτες των ζώων του κοπαδιού και άρμεγαν ο καθένας τα δικά του ζώα. ανάλογα με το ποσοστό επί του συνόλου θα ήταν και το μερίδιο από την παραγωγή του μήνα.
Το γαλομέτρημα ήταν γιορτή. Εκεί μαζεύονταν όλες οι οικογένειες με τα μικρά τους. Έψηναν αρνιά ή κατσίκια, έκαναν πίτες, ρυζόγαλο και άλλα γλυκά. Την ώρα του γαλομετρήματος οι άνδρες άρμεγαν, οι γυναίκες ετοίμαζαν τα φαγητά και οι μικροί λαλούσαν (χτυπούσαν τα ζώα για να περάσουν για την αρμηγή αλλά και φρόντιζαν να μην φύγουν). Το τι φωνές άκουγαν οι μικροί αν τους έφευγε κάποιο ζώο δε λέγεται. Ειδικά τη μέρα του γαλομετρήματος. Όταν κάποιο ζώο έφευγε άρμεχτο, το έπιαναν μετά την αρμηγή με την κλούτσα και το άρμεγαν.
Για το μέτρημα του γάλατος χρησιμοποιούσαν την οκά και υποδιαιρέσεις όπως το μισό, το καραφάκι και το καυκί.
Το άρμεγμα γινόταν σε υπαίθριες στρούγκες. Η στρούγκα ήταν φτιαγμένη από κλαδιά κάτω από τα πλατάνια ή τις βελανιδιές. Ήταν σε σχήμα ελλειπτικού κύκλου με μικρό άνοιγμα μπροστά και μεγάλο άνοιγμα πίσω. Οι αρμεχτάδες καθόντουσαν μπροστά. Άρμεγαν μέσα στα καρδάρια και όταν γέμισαν αυτά τα άδειαζαν στα γκιούμια.
Τελειώνοντας το άρμεγμα, οι μικροί έπαιρναν για τον κόπο τους μια παπάρα γάλα, φτιαγμένη μέσα στη γκούπζα (ξύλινο πιάτο) ή ροφούσαν λίγο αφρό από το άβραστο γάλα στο καρδάρι. Οι μεγάλοι έτρωγαν το φαγητό τους, ετοίμαζαν το φαγητό που θα έπαιρναν μαζί τους, τάιζαν τα σκυλιά. Όση ώρα γινόταν αυτά τα γίδια ή τα πρόβατα παρέμειναν στο στάλο, κοντά στη στρούγκα.
Το γάλα το πουλούσαν στο συνεταιρισμό και για ένα διάστημα θα το κρατούσαν για να φτιάξουν το δικό τους τυρί, το δικό τους ξυνοτύρι. Έτσι έπρεπε καθημερινά δύο φορές τη μέρα να αρμέγουν και να το μεταφέρουν στο χωριό. Το γάλα το έβαζαν σε γκιούμια και η μεταφορά γινόταν με τα ζώα. Στο τυροκομείο γινόταν η συνάντηση όλων. Εκεί αντάλλασσαν κουβέντες, μάθαιναν τα νέα από τους άλλους, μιλούσαν για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.
Λεξιλόγιο
Στρούγκα: Το μέρος στο οποίο έμπαιναν τα ζώα για να τα αρμέξουν. Περίφραξη με πουρνάρια ή κλαδιά.
Γαλομέτρημα: Το μέτρημα του γάλατος κάθε συνεταίρου στο κοπάδι για να ορισθεί η αναλογία που θα πάρει από την παραγωγή.
Οκά: Μονάδα μέτρησης
Μισό: Μισή οκά
Καραφάκι: 1/4 της οκάς
Καυκί: 1/10 της οκάς
Γκιούμι: Δοχείο μεταφοράς γάλατος, χωρητικότητας περίπου 20 κιλών.
Γκούμπζα: Ξύλινη σουπιέρα για φαγητό.

Το Κούρεμα
Το κούρεμα, όπως και το γαλομέτρημα ήταν γιορτή για τους κτηνοτρόφους. Από μέρες άρχιζε η προετοιμασία. Πρώτα έπρεπε να ειδοποιηθούν όσοι θα βοηθήσουν στο κούρεμα. Όλοι όσοι δεχόταν το κάλεσμα πήγαιναν. Μετά έπρεπε η νοικοκυρά να φροντίσει για τις πίτες, τα φαγητά, τα γλυκά, αλλά και να φροντίσει για την αποθήκευση του μαλλιού. Ο νοικοκύρης έπρεπε να κάνει το πρόγραμμα. Ποιο τρα(γ)ί θα τσιοκαλήσει (θα κάνει στείρο), ποια τραγιά θα κάνει ειδικό κούρεμα με χαίτη ή αράδες και σε ποιες γίδες. Σε ποια τραγιά και γίδια θα κρεμάσει φέτος τα κουδούνια, τι κουδούνια και τι ήχους θα έχει το κοπάδι. Σε ποιο μέρος θα γίνει το κούρεμα. Ποιους θα καλέσει.
Οι καλεσμένοι χωρίζονταν σε δυο ομάδες, ανάλογα με τη δυνατότητα για γρήγορο και καλό κούρεμα. Οι νεότεροι συνήθως αναλάμβαναν να πιάνουν και να μεταφέρουν τα ζώα. Οι πιο έμπειροι αναλάμβαναν το κούρεμα. Καθένας θα φρόντιζε για το τρόχισμα των ψαλιδιών. Οι γυναίκες αναλάμβαναν τη συγκέντρωση του μαλλιού.
Όταν τελείωνε το κούρεμα άρχιζε η διαδικασία της στείρωσης (τσιουκάλισμα) των τραγιών που θα πωλούνταν το φθινόπωρο στο νιάμερα (πανηγύρι στα Σέρβια) ή θα έπαιζαν το ρόλο του ηγέτη στο κοπάδι (γκισέμι). Για το γκισέμι υπήρχε ειδικό, όμορφο κούρεμα με αράδες. Η επιλογή ήταν του κτηνοτρόφου. Στο γκισέμι θα κρεμούσαν και το πιο μεγάλο κυπρί, το οκάρκο. Ο αργηγός του κοπαδιού επέλεγε και τα γίδια που θα κρεμούσε τα κυπριά. Σε ποιο θα κρεμάσει το κυπρί, σε ποιο τη φλαγκάνα, σε ποιο το φλαγκανάρι και σε ποια το γαλαροκύπρι, σε ποιο το κυπρούλι. Έπρεπε ο ήχος του κοπαδιού να είναι ξεχωριστός, ευχάριστος και να τον γνωρίζει από μακριά.
Ακολουθούσε και η στείρωση των σκυλιών του κοπαδιού. Κάποια σκυλιά, για να τα προστατέψουν, τα στείρωναν. Με τη στείρωση, έπαυαν να ενδιαφέρονται για τις σκύλες και ακολουθούσαν πιο πιστά το κοπάδι.
Μετά αφού έτρωγαν όλοι μαζί και τραγουδούσαν και έλεγαν τις ιστορίες τους, άφηναν το κοπάδι να φύγει.
Το μαλλί, το έπαιρναν, όπως είπαμε οι γυναίκες για να το πλύνουν, να το κάνουν νήμα, ύφασμα ή βελέντζες. Άρχιζε η δικιά τους απασχόληση. Να φτιάξουν τα σκ(ου)τιά, για να ράψουν ρούχα. Να γνέσουν με τη ρόκα, για να κάνουν το μαλλί νήμα, για πλέξιμο με τις βελόνες. Να υφάνουν στον αργαλειό τις βελέντζες.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ονειροκρίτης